τις και κατά τους χρόνους της γεννήσεως του Χριστού.
Του Διός και του Κρόνου γίνεται σύνοδος εν τω αυτώ τριγώνω ανά πάσαν εικοσαετίαν, ενώ κάθε διακόσια έτη οι δύο πλανήται μεταβαίνουν εις άλλο τρίγωνον, και αφού διέλθωσιν ολόκληρον τον ζωδιακόν κύκλον, συνέρχονται εις το αυτό τρίγωνον μετά 794 έτη, τεσσάρας μήνας, και δώδεκα ημέρας. Υπολογίζων αναδρομικώς, ο Κέπλερος ανεκάλυψεν ότι η αυτή συρροή του Διός και του Κρόνου συνέβη ουχί ολιγώτερον από τρεις φοράς κατά το έτος 747 από κτίσεως Ρώμης, και ότι ο πλανήτης Άρης είχε συναντηθή μετ' αυτών κατά την άνοιξιν του 748· το δε γεγονός ότι εγένετο η τοιαύτη συνάντηση κατά την χρονικήν εκείνην περίοδον εξηκριβώθη και υπό πολλών άλλων επιστημόνων και ουδεμίαν επιδέχεται αμφισβήτησιν.
Μία τοιαύτη σύμπτωσις δεν ηδύνατο βεβαίως να εξηγηθή από τους Χαλδαίους αστρολόγους παρά ως σημαίνουσα την προσέγγισιν αξιοσημειώτου τινός γεγονότος. Και αφού εγένετο εις τον αστερισμόν των Ιχθύων, τον οποίον οι αστρολόγοι υπέθετον αμέσως συνδεόμενον προς τας τύχας της Ιουδαίας, αι σκέψεις των φυσικώς τοιαύτην θα ελάμβανον τροπήν. Άλλως τε η εξήγησις της σημασίας του επιφανέντος αστέρος οφείλεται αφ' ενός μεν εις τας αστρολογικάς γνώμας των Ιουδαίων, κατά τας οποίας η εν λόγω σύνοδος θα υπεσήμαινε την έλευσιν του Μεσσία, εξ άλλου δε εις την προσδοκίαν όλου του τότε κόσμου, αναμένοντος αγωνιωδώς τον Λυτρωτήν του.
Η εμφάνισις και εξαφάνισις νέων άστρων δεν είνε τόσον σπάνιον φαινόμενον, ώστε να διεγείρη σπουδαίαν τινά αμφιβολίαν. Το γεγονός ότι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ομιλεί περί τοιούτου άστρου δύο ή τρία έτη ύστερον από την αξιοσημείωτον εκείνην πλανητικήν σύνοδον, και ότι το άστρον τούτο επεφάνη και πάλιν εν τω ουρανώ μετά 1600 έτη, οπότε δηλαδή και νέα σύνοδος εγένετο, δύναται μόνον να θεωρηθή ως περίεργος σύμπτωσις. Και θα είχομεν μίαν ισχυροτάτην και μίαν περίεργον επιβεβαίωσιν του γεγονότος τούτου, όπερ αναφέρει ο Ματθαίος, αν ηδυνάμεθα να έχωμεν εμπιστοσύνην εις τον ισχυρισμόν του Βιεσέλερ, ότι εις τους αστρονομικούς πίνακας των Χαλδαίων διεσώθη μία σημείωσις καθ' ην άστρον τι επεφάνη εις τους ουρανούς κατά την εποχήν εκείνην. Είνε όμως τολμηρόν να βασισθώμεν επί διαβεβαιώσεως, της οποίας είνε τόσον δύσκολος η εξακρίβωσις και ήτις περικαλύπτεται από τόσον σκότος και τόσον μυστήριον.
Και αγόμεθα συνεπώς εις το συμπέρασμα ότι αι αστρονομικαί έρευναι, διά των οποίων απεδείχθη η αλήθεια της αξιοσημειώτου εκείνης πλανητικής συνόδου, έχουν την αξίαν των μόνον εφ' όσον αποδεικνύουν ότι δυνατόν η σύνοδος αυτή να προδιέθεσε τους μάγους να ελπίζουν μέγα τι γεγονός. Και η προσδοκία αυτή τους έκαμε βεβαίως να οδεύσουν προς την Παλαιστίνην, όταν και άλλο παροδικόν άστρον μεταγενέστερον έλαμψεν εις το στερέωμα, ούτινος η εμφάνισις δεν είναι μεν πρωτοφανές γεγονός εν τη αστρονομία, αλλ' εις την προκειμένην περίπτωσιν βασίζεται επί της μαρτυρίας ενός ευαγγελιστού.
Οι Μάγοι ήλθον εις Βηθλεέμ και προσήνεγκον εις το θείον Βρέφος εν τη ταπεινή και πτωχική «οικία του» φόρον λατρείας,