του κατηγορίας, αποδεικνύων ότι αύται είνε καθαρώς συκοφαντίαι, και καταρρίπτει το κατηγορητήριον του Μελήτου ως μη έχον καμμίαν βάσιν· με τας ερωτήσεις δε, τας οποίας του αποτείνει, καθιστά αυτόν αναπολόγητον. Ο λόγος προχωρεί απλούστατα, άνευ καμμιάς ρητορικής επιδείξεως, περιοριζόμενος μόνον εις την αληθή αφήγησιν των πραγμάτων με τον περίφημον εκείνον τρόπον του Σωκρατικού λόγου, και πολλαχού κομψότατα ραντισμένος με την τρίγοργον εκείνην ειρωνείαν του Αθηναίου σοφού. Ότε αίφνης από του κεφ. 17 μεταρσιούται λαμπρώς εις ύψος μεγαλοπρεπέστατον και η Απολογία λαμβάνει εντεύθεν δύναμιν καταπλήσσουσαν και συγκινούσαν. Ο γηραιός Σωκράτης επικαλούμενος ενταύθα την βαθυτάτην αυτού αγάπην προς την αλήθειαν και αναφέρων ότι όλη η τριακονταετής δράσις αυτού πιστεύει ότι τω ανετέθη υπό του Απόλλωνος, αποκαλύπτει ενώπιον των δικαστών το μυστικόν της ζωής του λέγων ότι ειργάσθη ως όργανον πειθήνιον του θεού των Δελφών, αφοσιώσας εις την θείαν εντολήν και αυτήν την ζωήν του. Εν τη αιφνίδια ταύτη αναζωπυρήσει της Απολογίας, παρατηρεί νεώτερος κριτικός, διαβλέπει κανείς ότι ο μέγας φιλόσοφος δεν ανησυχεί τόσον διά την έκβασιν της δίκης, όσον διά τον θρίαμβον των ηθικών δογμάτων αυτού. Η Απολογία είνε ο τελευταίος λόγος του Σωκράτους, περιέχουσα την τελευταίαν προς τους προσφιλείς του Αθηναίους διδασκαλίαν του, ήτις είνε έντονος και μεγαλοπρεπής καθώς ήτο όλη η ζωή του.
Ενταύθα τελειόνει ο πρώτος λόγος.
Μετά ταύτα, αφού οι δικασταί, αποσυρθέντες και διασκεφθέντες, εκήρυξαν τον Σωκράτην ένοχον των αποδοθεισών εις αυτόν κατηγοριών, έλαβε και πάλιν τον λόγον, ίνα κατά τον νόμον ορίση την αρμόζουσαν εις τον εαυτόν του ποινήν.
Το δεύτερον αυτό λογύδριον (κεφ. 25 – 28) θεωρούμενον ως συμπλήρωμα του πρώτου λόγου, έχει και αυτό τας τρεις ρητορικάς διαιρέσεις του. Ο Σωκράτης, κηρυχθείς υπό του δικαστηρίου ένοχος, δηλοί με θαυμαστήν αταραξίαν ότι ανέμενε την καταδίκην του. Αλλά το θάρρος του αυτό παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου ως υπεροψία προσβλητική διά τους δικαστάς, ιδίως όταν ο Σωκράτης διακηρύττει ότι δεν θα ενασκήση το δικαίωμα, όπερ είχε παρά του νόμου, να ορίση την ποινήν του. Ηθικώς, ίνα μεταχειρισθώμεν τους λόγους νεωτέρου τινός, είχε δίκαιον ο Σωκράτης. Ουδέποτε άνθρωπος εις τόσον δεινάς περιστάσεις ευρισκόμενος ωμίλησε με τόσην αταραξίαν και παρρησίαν, καθώς ο Σωκράτης, αλλά δεν δύναται να αρνηθή κανείς ότι, σχετικώς προς την υπεράσπισιν, η υψηλόφρων αυτή ακαμψία του γηραιού Αθηναίου έβλαψε, διότι συνετέλεσεν εις το να σχηματισθή η απαιτουμένη πλειοψηφία – και με όλην την βίαν της πολιτικής – διά την εις θάνατον καταδίκην αυτού.
Τέλος το τρίτον λογύδριον, όπερ είνε το τελευταίον μέρος της Απολογίας περιλαμβάνει κυρίως μίαν ωραιοτάτην προσλαλιάν του Σωκράτους προς τους δικαστάς αυτού, και τους δώσαντας καταδικαστικήν ψήφον και τους δώσαντας αθωωτικήν. Εν τη προσλαλιά αυτή, παρατηρεί νεώτερος κριτικός, ο Σωκράτης παρίσταται ως αληθής φιλόσοφος, αταράχως λαλών περί της εις θάνατον καταδίκης του και συμβουλεύων τους δικαστάς του. Ο προς την ζωήν αποχαιρετισμός