στάδιον της ζωής – ή πώς εσύ το κηρύττεις;
– Εγώ θα σου είπω την πάσαν αλήθειαν, Σωκράτη, πώς μου φαίνεται αυτό που ερωτάς· διότι πολλές φορές τυχαίνει και μαζευόμεθα μερικοί που έχομεν την αυτήν ηλικίαν, εφαρμόζοντες την παλαιάν παροιμίαν (όμοιος τον όμοιον). Οι περισσότεροι λοιπόν από ημάς δεν κάμνουν άλλο, παρά να θρηνολογούν, ενθυμούμενοι και ποθούντες τας ηδονάς της νεότητος, και τας περί τον έρωτα και τα συμπόσια και τας ευωχίας και τα άλλα τα ανάλογα και αγανακτούν, ως να έχουν στερηθή μεγάλα και σπουδαία πράγματα και ως να ήτο τότε αληθινά ευτυχισμένη η ζωή των, ενώ τώρα ούτε ζωή δεν αξίζει να την ονομάζη κανείς. Μερικοί δε οδύρονται και διά τους προπηλακισμούς που υφίσταται το γήρας εκ μέρους των οικείων, κ' επάνω εις όλ' αυτά ψάλλουν τον εξάψαλμον του γήρατος δι' όσα κακά τους είναι αιτία.
Εμένα όμως μου φαίνεται, Σωκράτη, ότι δεν είναι αυτή η αληθινή αιτία που κατηγορούν· διότι αν πράγματι αυτό ήτο το αίτιον, και δι' εμέ βέβαια θα είχε τα ίδια κακά αποτελέσματα και δι' όλους τους άλλους που έφθασαν εις αυτήν την ηλικίαν. Και όμως έχω συναντήση ως τώρα ανθρώπους διαφορετικά σκεπτομένους, και άλλους και μάλιστα τον ποιητήν τον Σοφοκλή: Ήμην παρών κάποτε που τον ηρώτα κάποιος, εάν ήτο ακόμη ικανός να απολαμβάνη τας ερωτικάς ηδονάς· και εκείνος του απήντησε: «Δάγκασε τη γλώσσα σου, άνθρωπε! με την μεγαλυτέραν μου ευχαρίστησιν εγλύτωσα από αυτό το πράγμα, ως να απηλευθερώθην από τύραννον λυσσαμένον και άγριον. Και τότε λοιπόν έκρινα ότι είχε δίκαιον να ομιλήση κατ' αυτόν τον τρόπον, και τώρα με την ηλικίαν δεν ήλλαξα γνώμην· διότι πράγματι με το γήρας επέρχεται τελεία ειρήνη και απελευθέρωσις από τα τοιαύτα τουλάχιστον· αφού αι επιθυμίαι χάσουν την έντασίν των και χαλαρωθούν, πράγματι, καθώς το είπε και ο Σοφοκλής, είναι ως να απαλλαττώμεθα από ένα πλήθος τυράννων μαινομένων· αλλά και όλων αυτών και των προπηλακισμών ακόμη εκείνων, που παραπονούνται οι γέροντες, αφορμή δεν είναι το γήρας, Σώκρατες, αλλά ο χαρακτήρ των ανθρώπων αν έχουν χαρακτήρα μετρημένον και εύκολον, δεν τους είναι και το γήρας πάρα πολύ ανυπόφορον· ειδέ μη, διά τους άλλους, και το γήρας και η νεότης είναι πράγματα εξ ίσου επίμοχθα.
Έμεινα καταμαγευμένος από τους λόγους αυτούς του γέροντος, και διά να τον κεντήσω να εξακολουθήση ακόμη, του είπα: Εγώ, Κέφαλε, στοχάζομαι ότι οι περισσότεροι, όταν σε ακούουν να ομιλής κατ' αυτόν τον τρόπον, δεν παραδέχονται τα επιχειρήματά σου, και φρονούν ότι, αν υποφέρης με τόσην ευκολίαν το γήρας, αυτό οφείλεται όχι τόσον εις τον χαρακτήρα, αλλά εις την μεγάλην περιουσίαν την οποίαν έχεις· διότι ο πλούτος, ισχυρίζονται, παρέχει πολλά τα ανακουφιστικά.
– Πράγματι, μου απήντησε, δεν το παραδέχονται· και έχουν μεν κάποιο δίκαιον εις τας αντιρρήσεις των, όχι όμως και όσον φαντάζονται. Εδώ εφαρμόζεται ο λόγος του Θεμιστοκλέους, που είπεν εις τον Σερίφιον εκείνον, ο οποίος τον επείραζε και του έλεγε, ότι την δόξαν του την χρεωστεί όχι εις την αξίαν του, αλλά εις την πατρίδα που είχε. «Και βέβαια, απεκρίθη ο Θεμιστοκλής, ούτε εγώ θα εγενόμην ονομαστός αν ήμην Σερίφιος,