τον Ήφαιστο κουτσά να λαχανιάζη,
δεν πρέπει βέβαια να το παραδεχθώμεν, σύμφωνα με τον λόγον σου. – Αφού θέλεις να τον θεωρήσης ιδικόν μου.. αλλά βέβαια και δεν πρέπει να το παραδεχθώμεν. – Πρέπει όμως ακόμη να σεβασθώμεν και την αλήθειαν διότι, αν είχαμεν δίκαιον, όταν ελέγαμεν προ ολίγου ότι το ψεύδος είναι όλως διόλου άχρηστον εις τους θεούς, και το πολύ μόνον εις τους ανθρώπους χρήσιμον ενίοτε εν είδει φαρμάκου, φανερόν ότι μόνον εις τους ιατρούς πρέπει να επιτρέψωμεν την χρήσιν του και εις κανένα άλλον. – Μάλιστα. – Μόνον λοιπόν εις τους άρχοντας της πόλεως θα δώσωμεν αποκλειστικώς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται το ψεύδος απέναντι των εχθρών ή και αυτών των πολιτών, προς όφελος της πόλεως, εις όλους δε τους άλλους θαπαγορεύεται· προς τους άρχοντας μάλιστα να ειπή ψεύμα ένας απλούς πολίτης, θα το θεωρήσωμεν μεγαλύτερον αμάρτημα, παρά να εξαπατήση ένας άρρωστος τον ιατρόν του, ή ένας γυμναζόμενος να αποκρύψη εάν έχη κανένα πάθημα το σώμα του από τον γυμναστήν, ή ένας ναύτης από τον κυβερνήτην την κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκεται το πλοίον ή το πλήρωμα. – Σωστότατα. – Εάν λοιπόν ο άρχων συλλάβη κανένα εις την πόλιν να ψεύδεται από εκείνους που εξασκούν οιονδήποτε επάγγελμα,
αν είναι μάντις ή γιατρός ή ξυλουργός τεχνίτης,
θα τον τιμωρήση αυστηρότατα, επειδή εισάγει εις την πόλιν πράγμα που ημπορεί, ως να ήτο πλοίον, να την αναποδογυρίση και να την καταβυθίση. – Εάν τουλάχιστον ήθελον προστεθή εις τους λόγους και έργα. – Δεν θα λάβωμεν δε ακόμη ανάγκην και της εγκρατείας διά την νεολαίαν μας; – Πώς όχι; – Η δε εγκράτεια δεν έγκειται ως επί το πλείστον εις τα τοιαύτα: να υπακούωμεν εις τους άρχοντας, να μην αφήνωμεν να μας κυριεύη η γαστριμαργία και η φιλοποσία, και να χαλιναγωγούμεν τας ορμάς των αισθήσεων; – Μου φαίνεται. – Θα επιδοκιμάζωμεν λοιπόν εις τον Όμηρον εκείνα που λέγει ο Διομήδης:
φίλε μου, κάθου φρόνιμα, κι άκου το τι σου λέω·
και παρακάτω:
δίχως μιλιά, απ’ το σεβασμό που είχαν στους αρχηγούς των
και όσα άλλα τέτοια. – Θα τα επιδοκιμάσωμεν. – Αλλά το ίδιον θα ειπούμεν και δι’ αυτά τα άλλα:
Μεθύστακα, πόχεις καρδιά ελαφιού και μάτια σκύλου·
και δι’ όσα λέγει αμέσως κατόπιν, και εν γένει δι’ όλους αυτούς τους παλληκαρισμούς που εκστομίζουν κατά των αρχόντων οι απλοί πολίται, είτε εις την ποίησιν είτε εις τον πεζόν λόγον; – Όχι βέβαια. – Επειδή, νομίζω, δεν είναι κατάλληλοι αυτοί οι λόγοι να εμπνεύσουν την αγάπην της εγκρατείας εις τους νέους· εάν δε τους εμπνέουν άλλα αισθήματα, αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξον· ή πώς σου φαίνεται; – Όπως το λέγεις.
– Τι δε; να παριστά ένα σοφώτατον άνθρωπον λέγοντα, ότι τίποτε δεν του αρέσει περισσότερον παρά όταν είναι φορτωμένα τα τραπέζια·
φαγιά και κρέατα, και κρασί να πιάνη απ’ τον κρατήρα
ο κεραστής κι ολόγυρα να χύνη στα ποτήρια,
νομίζεις ότι είναι κατάλληλα αυτά διά να παρασκευάσουν τους νέους εις την εγκράτειαν; ή το εξής:
κ’ είν' ο πιο άθλιος θάνατος σαν έρχετ' απ’ την πείνα
ή όταν παριστά τον Δία να λησμονή, από την υπερβολικήν του ακρασίαν, τας αποφάσεις