νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου,
'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας,
αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς.
Ας ήναι·
ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.
Την περασμένην νύκτα, εψές, ενώ τ' αστέρι,
αυτό 'πού θέσιν έχει δυτικά του πόλου,
τον δρόμον του είχε τρέξη να φωτίση εκείνο
το ουράνιο μέρος, όπου τώρα σπινθηρίζει,
ο Μάρκελλος κ' εγώ, καθώς βαρούσε η μία, —
Στάσου, αντικόψου· ιδές, έρχεται πάλιν!
Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
Όλος
εις την μορφήν του ο πεθαμένος βασιλέας!
Οράτιε, σπουδασμένος είσαι (3), ομίλησέ του.
Του βασιλέως δεν ομοιάζει; Κύττα, Οράτιε.
Πολύ, πολύ· με πιάνει θαυμασμός και φόβος.
Να του ομιλήσουν θέλει (4).
Ομίλησέ του, Οράτιε.
Ποιος (5) είσαι συ, 'πού αρπάζεις της νυκτός την ώραν
τούτην και το καλό και ανδρειωμένο σχήμα,
οπού 'χε ως πολέμαρχος η μεγαλειότης
του θαμμένου Δανού; (6) 'Σ το όνομα του Υψίστου,
ομίλησε.
Επειράχθη.
Ιδέ, μ' ανοικτό βήμα
τραβιέται!
Στάσου! Ομίλει! σ' εξορκίζω, ομίλει!
[Εξέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
Εχάθη και ν' αποκριθή δεν θέλει.
Τώρα,
Οράτιε, τι; συ τρέμεις κ' είσαι αχνός· δεν είναι
το πράγμα κάτι πλέον παρά φαντασία;
Πώς το εξηγείς;
Μα τον Θεόν, δεν θα ημπορούσα
να το πιστεύσω δίχως την ομολογίαν
την αισθητήν και αληθινήν των οφθαλμών μου.
Όλος δεν ομοιάζει με τον βασιλέα;
Όσον εσύ μ' εσέ· φορούσε αυτήν εκείνην
την πανοπλίαν, όταν με της Νορβηγίας
τον αυθάδ' ηγεμόνα 'ς τ' άρματα εμετρήθη·
ομοίως φοβερό το βλέφαρό του εφάνη,
όταν εις την ορμήν σφοδρής λογομαχίας
τους Πολωνούς 'ς τον πάγον βρόντησε απ' τ' αμάξι.
Είναι παράδοξο.
Και πριν δυο φοραίς άλλαις,
ομοίως και σωστά 'ς την ίδιαν νεκρήν ώραν,
με διάσκελο πολεμικό διαβήκ' εμπρός μας.
Μερικόν στοχασμόν δεν ξεύρω να μορφώσω
αλλά 'ς την ολικήν του νου μου βλέψιν τούτο
δηλοί 'πού συμφορά 'ς το κράτος μας θα σπάση.
Ας καθίσωμε, φίλοι, και όποιος ξεύρει ας είπη.
Τι βασανίζεται ο λαός όλην την νύκτα
άγρυπνος να φρουρή με προσοχήν μεγάλην;
Τι κανόνια ολημέρα χύνονται ορειχάλκου
και απ' έξω φέρνουν τόσα εφόδια του πολέμου;
Τι