Эсхил

Επτά επί Θήβας


Скачать книгу

να ’χω και μαθαίνοντας σωστά ’πό μένα

      το κάθε τι από κει άβλαβος τέλεια θα ’σαι.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ

      Ω Δία και Γη και θεοί μας πολιούχοι

      και του πατέρα Κατάρα τρανή Ερινύα,

      μη μου την πόλη συγκορμόκλαδ’ απ’ τη ρίζα

      ξεβγάλετε, απ’ τους εχθρούς μας κουρσεμένη,

      που μιλεί γλώσσα ελληνική–μήτε τα σπίτια

      που τις εστίες σας έχουνε∙ μ’ αυτή τη χώρα

      και του Κάδμου την πόλη ελεύτερη ποτέ της

      σκλαβιάς ζυγός μη σφίξη. Σεις η απαντοχή μας!

      κ’ είναι κοινό το διάφορο, γατί μια πόλη

      και τους θεούς τιμά σαν είναι ευτυχισμένη.

ΠΑΡΟΔΟΣΧΟΡΟΣΑ΄

      Μύρομαι φοβερά μεγάλα πάθη.

      Μολύθηκε ο στρατός απ’ το στρατόπεδό τους,

      χυμίζει εδώ πολύς λαός εμπρός καβαλλαριά,

      μεσουρανίς που φάνηκε μου λέει το ο κουρνιαχτός

      χωρίς μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινός.

      Της χώρας μου οι κάμποι, ιδές, βροντούν απ’ τις οπλές

      και βουή στέλνουνε στ’ αυτιά μου,

      όπου πετάει με βρουχητό

      ωσάν τ’ ακράτηγο νερό που πέφτει απ’ το γκρεμό.

      Αλλοί μου, αλλοί, θεοί, θεές,

      το κακό που μας πλάκωσε μακρύνετ’ από με.

      Με βουητό που ξεπερνά τα κάστρα μας ορμά

      καλοέτοιμος με τα λευκά σκουτάρια του ο λαός

      τραβώντας κατά μας.

      Ποιος θα με σώση, ποιος θα μου είναι βοηθός

      απ’ τους θεούς, απ’ τις θεές;

      Τι άλλο μου μένει το λοιπόν ή να προσπέσω εγώ

      στ’ αγάλματα των πατρικών θεών;

      Αλλοίμονο, ω αθάνατοι, με τους λαμπρούς βωμούς,

      καιρός τ’ αγάλματά σας ν’ αγκαλιάζομε,

      τι να στεκόμαστε να πολυαναστενάζομε;

      Ακούτ’ ή δεν ακούγετε ασπίδων χτύπο;

      Πότε θενά τα ντύσομε λιτανευτά

      με πέπλους και με στέφανα αν όχι τώρα;

      Είδα έναν χτύπο, βρόντημα όχι από ’να δόρυ.

      Τι θενά κάμης Άρη; θα προδώσης χώρα

      δική σου από τα χρόνια τα παλιά;

      Θεέ, με τα χρυσ’ άρματα, προστάτευε τη χώρα

      προστάτευε, π’ αγάπαγες πολύ από μια φορά.

Β΄

      (Απαγγέλλεται από τους τρεις στοίχους του χορού)

      Της χώρας πολιούχοι θεοί, ελάτ’ ελάτε όλοι

      και ιδήτ’ αυτή τη λιτανεία μας–περθένων

      που απ’ τη σκλαβιά ζητούμε γλυτωμό.

      Κύμα γύρ’ απ’ την πόλη

      κυματολόφων αντρών

      κοχλάζει με το φύσημα τ’ Άρεως σηκωμένο,

      πατέρα Δία παντέλειε, μα βόηθα με

      κι απ’ των εχθρών διαγούμισμα διαφέντευέ με.

      Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου, Αργίτες

      τ’ άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνε

      κι απ’ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια

      πώς φονικά θρηνολογούνε!

      Κ’ εφτά γενναίοι ξεχωριστοί μες στο στρατό τους

      με ξέλαμπρην αρματωσιά στέκουν εμπρός

      στις εφτά πύλες κληρωμένοι με λαχνό.

      Και συ, δύναμη πολεμόχαρη, κόρη του Δία

      της πόλης μας, Παλλάδα, γίνε σωτηρία.

      Κι ο Ίππιος, της θάλασσας ο βασιλιάς

      με το καμάκι τω ψαριώ διώχνοντας τον εχθρό

      από το