από το στήθος μου, στη θύμηση του ήρωα του ονείρου μου.
«Χαίρομαι γι’αυτό», δήλωσε η οικονόμος, χωρίς να γνωρίζει σε τι αναφερόμουν. Ξεκίνησε έναν λεπτομερή απολογισμό της ημέρας που πέρασε στο χωριό. Για την εκκλησία, για τη συνάντηση με ανρθώπους των οποίων τα ονόματα δεν μου έλεγαν τίποτα. Όπως πάντα, την άφησα να μιλά, με το μυαλό απασχολημένο σε πιο ευχάριστες ονειροπολήσεις, με τα μάτια πάντα στο ρολόι, αναμένοντας πυρετωδώς να τον ξαναδώ.
Ήταν παιδιάστικο να πιστεύω ότι θα ήταν μια διαφορετική μέρα, ότι εκείνος θα μου συμπεριφερόταν διαφορετικά. Ήταν ένα όνειρο, τίποτα περισσότερο.
Αλλά άπειρη όπως ήμουν στο θέμα αυτό, είχα την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να συνεχιστεί και στην πραγματική ζωή.
Όταν έφτασα στο γραφείο, άνοιγε τα γράμματα με ένα ασημένιο χαρτοκόπτη. Σήκωσε το βλέμμα, μόλις εμφανίστηκα.
«Κι άλλη επιστολή από τον εκδότη μου. Έκλεισα το κινητό, για να μην πρέπει να τον υποστώ! Μισώ τους ανθρώπους χωρίς φαντασία ... Δεν έχουν καμία ιδέα για τον κόσμο του καλλιτέχνη, για τον χρόνο, το χώρο του ...», το νευρικό ύφος του με προσγείωσε. Κανένας χαιρετισμός, καμία ειδική προσφώνηση, κανένα γλυκό βλέμμα. Καλώς ήρθατε και πάλι στην πραγματικότητα, με χαιρέτησα μέσα μου. Πόσο ανόητη ήμουν που σκέφτηκα διαφορετικά! Γι’αυτό ποτέ πριν δεν κατάφερα να ονειρευτώ. Επειδή δεν πίστευα, δεν περίμενα, δεν τολμούσα να ελπίζω. Έπρεπε να ξαναγίνω η Μελισσάνθη που ήμουν, πριν έλθω σε αυτό το σπίτι, πριν από αυτή την γνωριμία, πριν από την ψευδαίσθηση.
Ίσως να τον ξαναονειρευτώ. Η σκέψη με ζέστανε περισσότερο κι από το τσάι της κυρίας ΜακΜίλιαν ή τον εκτυφλωτικό ήλιο έξω από το παράθυρο.
«Λοιπόν; Τι στέκεστε εκεί σαν άγαλμα; Καθίστε κάτω, για τον Θεό».
Κάθισα μπροστά του, υπάκουα, με την επίπληξη να πονά στο δέρμα μου.
Εκείνος μου πέρασε με σοβαρότητα το γράμμα. «Γράψτε του. Πείτε του ότι θα πάρει το χειρόγραφο στην προγραμματισμένη ημερομηνία».
«Είστε σίγουρος ότι θα το καταφέρετε; Θέλω να πω ... Το ξαναγράφετε από την αρχή ...»
Εκείνος αντέδρασε οργισμένα σε αυτό που του ακούστηκε ως κριτική. «Τα πόδια μου είναι παράλυτα, όχι ο εγκέφαλος μου. Πέρασα μία στιγμή κρίσης. Έληξε. Οριστικά».
Κράτησα μια αυστηρή σιωπή όλο το πρωί, ενώ τον έβλεπα να πατά τα πλήκτρα του υπολογιστή με ασυνήθιστη ενέργεια. Ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν ήταν ευερέθιστος, ασταθής και ιδιόρρυθμος. Επίσης, ήταν εύκολο να τον μισήσεις, σκέφτηκα, μελετώντας τον στα κρυφά. Επίσης, ήταν πάρα πολύ όμορφος. Πάρα πολύ, και το ήξερε. Κι αυτό τον έκανε διπλά αντιπαθή. Στο όνειρό μου είχε εμφανιστεί ένα ανύπαρκτο πλάσμα, η προβολή των επιθυμιών μου, όχι ένας πραγματικός άνθρωπος, με σάρκα και οστά. Το όνειρο ήταν ψεύτικο, τρομερά ψεύτικο.
Κάποια στιγμή, μου έδειξε τα τριαντάφυλλα. «Άλλαξέ τα, σε παρακαλώ. Το μισώ όταν τα βλέπω να μαραίνονται. Τα θέλω πάντα φρέσκα».
Ξαναβρήκα τη φωνή μου.
«Θα το κάνω, αμέσως».
«Και να προσέχετε να μην κοπείτε, αυτή τη φορά». Η σκληρότητα του τόνου του με ξάφνιασε. Δεν ήμουν ποτέ αρκετά προετοιμασμένη για τις συχνές κρίσεις θυμού του, που ήταν καταστροφικές.
Για να