του ρήτορος, καθήμενος παρά το πλευρόν του, έβαλε το χέρι επί του ώμου του και του εσφύριξε μερικάς λέξεις εις το αυτί. Αμέσως ο πρώτος εσταμάτησε συντόμως και επανέπεσεν επί του καθίσματός του.
– Και έπειτα, είπε τότε ο διακόψας τον ρήτορα, ήταν και ο Μπουγιάρ, η σβούρα. Τον ονομάζω σβούραν, διότι τον κατείχεν παράδοξος μανία κωμικωτάτη, αλλ' η οποία δεν εστερείτο λογικότητος. Εφαντάζετο ότι είχε μεταμορφωθή εις σβούραν. Θα εσκάζατε από τα γέλοια, εάν εβλέπατε πώς περιεστρέφετο επί του ενός τακουνιού κατ' αυτόν τον τρόπον. Παρατηρήσατε . . .
Μόλις ετοιμάζετο να κάμη την κίνησιν, ο φίλος εις τον οποίον είχεν επιβάλει σιωπήν του είπε και αυτός δυο λέξεις εις το αυτί και τον έκαμε να ησυχάση αμέσως.
– Αλλά τότε, εβροντοφωνούσε με μεγάλην φωνήν, μία γραία κυρία, ο κύριός σας Μπουγιάρ ήτο όχι μόνον τρελλός, αλλά και εντελώς ηλίθιος τρελλός! Διότι σας ερωτώ, ποίος ήκουσε να ομιλούν περί ανθρώπου-σβούρας; Θα ήτο παράξενον. Ομιλήστε μου μάλλον διά την κυρίαν Ζοαγέλ. Αυτή ήτο πολύ φρόνιμη, όπως όλος ο κόσμος το ξέρει. Είχε μόνον μια βίδα, που διεσκέδαζε τους ανθρώπους, οι οποίοι την επλησίαζαν. Είχε παρατηρήσει κατόπιν ωρίμου σκέψεως ότι είχε μεταβληθή εις μικρόν κόκκορα. Ουχ ήττον αν και μικρός κόκκορας ήτο λογικωτάτη προς εαυτήν. Εσήκωνε τα πτερά της με θαυμαστήν φυσικότητα (έτσι) και το άσμα της σας διέθετεν ευχαρίστως. Κοκορικό, κοκορικό, ο, ο, ο, ο, ο, ο, ο, ο, ο, ο.
– Κυρία Ζοαγέλ, θα σας είμαι υπόχρεως να κάθησθε ολίγον ευπρεπέστερα, διέκοψεν ο κ. Μαγιάρ θυμωμένος. Ένα από τα δύο· ή θα κρατήσετε μίαν στάσιν, όπως αρμόζει, ή θα φύγετε αυθωρεί από την τράπεζαν. Εκλέξατε!
Η κυρία (διά την οποίαν δεν εξεπλάγην πολύ, όταν ήκουσα να την ονομάζουν κυρίαν Ζοαγέλ, αυτήν την ιδίαν ακριβώς, η οποία ανελάμβανε να περιγράψη ακριβώς την κυρίαν Ζοαγέλ), η κυρία λέγω, εκοκκίνησεν έως τα φρύδια και εφάνη εκτάκτως δυσαρεστημένη διά την ανάκλησιν αυτήν εις την τάξιν. Έκυψε την κεφαλήν, χωρίς ν' απαντήση. Αλλά νεωτέρα κυρία επανέλαβε το θέμα της συνομιλίας. Ήτο η ωραία νεάνις, την οποίαν συνηντήσαμεν εις την αρχήν των διηγήσεών μας.
– Ώ! η κυρία Ζοαγέλ ήτο τρελλή, ανέκραξεν. Ενώ απεναντίας υπήρχε μεγάλη λογική εις τας ιδέας της κυρίας Ευγενίας Σαλοαφέττ. Ήτο νεαρά γυνή, εκτάκτου καλλονής, πολύ εφεκτική και πολύ μελαγχολική. Εύρισκεν ότι ο συνήθης τρόπος του ντυσήματος ήτο πολύ άσχημος και εσυνήθιζε να μένη απ' έξω από τα ενδύματά της, ενώ έπρεπε να είναι μέσα. Τίποτε ευκολώτερον. Ήρκει να κάμετε έτσι, να έτσι, και έπειτα έτσι! . . .
– Για όνομα του Θεού, δεσποινίς Σαλοαφέττ! Εκραύγασαν εν χορώ δώδεκα εκ των παρισταμένων. – Τι πρόκειται να κάμετε; Σταματήσατε, αρκεί! Βλέπομεν καλά, πώς πρέπει να κάμη κανείς. Αρκετά, αρκετά!
Και πολλοί ηγέρθησαν να εμποδίσουν την δεσποινίδα Σαλοαφέττ να προσομοιάση προς την Αφροδίτην των Μεδίκων. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν από το κεντρικόν μέρος του Πύργου οξείαι κραυγαί, αληθείς υλακαί. Ομολογώ ότι τα νεύρα μου διετέθησαν πολύ δυσαρέστως από αυτάς τας κραυγάς· αλλ' η εντύπωσις όμως επί των συνδαιτυμόνων μου υπήρξεν αληθώς τρομακτική, προκαλούσα τον οίκτον. Ουδέποτε εις την ζωήν μου