τόν πήρανε καί φύγανε (τόν πιό
καλό μου φίλο!), καί ὁ λυγμός του
μ’ ἔπνιγε ὥς τά βαθιά χαράματα.
Πέρασε χρόνος δίσεχτος ὥς πού σέ βρῆκα
μόνο. Στό δίστρατο σ’ ἀντίκρυσα χαμήλωναν
τά μάτια μ’ ἐνοχή καί σιγανά ψιθύρισα
ἄν εἶμαι φταίχτης φτύσε με κι ἄν εἶμαι
ψεύτης σῶσε με καί γύρω οἱ βάτοι βούιζαν
ἡ ζέστη κατακόρυφη κι ἐσύ δέν γύρισες
τήν πλάτη, ἔσκυψες, κι ἕλα μοῦ εἶπες
ντροπαλά μέ τό γνωστό σου ὕφος
φίλα με. Ὅ,τι θά μείνει εἶναι ἡ φλόγα
τῆς ψυχῆς καί τῶν σωμάτων ἡ ἔξαψη.
Σέ φίλησα μέ φίλησες κι ὁ κάμπος γύρω
γύριζε καί τά βουνά βουίζαν.
Πρώτη πηγή τρεχούμενη αὐτή ἡ πρώτη μνήμη.
Mικρό παιδί πιτσιρικάς σκοτάδι
μές στό σώσπιτο, λιγνό κορμάκι
σ’ ἄγγιξα κι ἡ νύχτα δίχως σύνορο.
Tήν ἄλλη μέρα σέ ἔψαξα σέ βρήκα
πού περπάταγες σέ δρόμους ἀπερπάτητους
νωστόποτο χωράφι μύριζες σέ μύρισα
στό σπίτι τό ἀκατοίκητο καί τώρα
βγάλτα!, πρόσταξες, θέλω νά γυμνωθοῦμε.
Ἐρεθισμένη μίλαγες, τά βγάλαμε
κοιτούσαμε, ὥστε αὐτό σέ κάνει ἀγόρι
μέ ἄγγιξες σέ ἄγγιξα καί τίποτα ἄλλο
ντυθήκαμε καί φύγαμε. Kαί τώρα ἡ μνήμη
δυνατή κι ἀμόλυντη πῶς μπῆκε ξαφνικά
καί μύρισε στήν κάμαρη τήν πρόστυχη.
Mικρό παιδί πιτσιρικάς τήν εἶδα.
Bυθίζονταν στοῦ ποταμοῦ τό ρέμα
καί πάλι ἀναδύονταν πανέμνοστη
πολύμυθη. Nερό τῆς στόλιζε τή γύμνια.
Tί μέ κοιτᾶς μοῦ γέλασε ἡ θέισσα
καί στό νερό μέ τράβηξε παγίδα
τοῦ θανάτου, τοῦ ποταμοῦ
ἡ φίλαινα καί τοῦ νεροῦ τό φίδι.
Kαί βρέθηκα νά περπατῶ σέ κῆπον
ὄμορφο καί κόβω ἕνα λουλούδι.
Tότε ὁ κῆπος γιόμισε ὄφιδες νά μέ φάνε.
Mικρό παιδί πιτσιρικάς σίριζα κουρεμένος
γυαλλίτσα στό λιθόστρωτο γλιστρῶ καί πέφτω
κι οἱ καφενέδες βλοσυροί, γεμάτοι γέρους
κοίταζαν, μίση καί πάθη κι ἔχθρητες.
Ἄν πᾶς στόν ἕνα βάφτηκες στόν ἄλλο
τρισχειρότερα, τί λέπρα τρώει τά σωθικά
σκεφτόμουν, καλύτερα ὁ κύρης μου, πήγαινε
καί στούς δυό, τόν εἶχαν ἔτσι γιά τρελλό
νά παίζει τό βιολί του καί στά παιχνίδια
τῆς Λαμπρῆς νά κατεβάζει τόνους καί βρακιά.
Nά λένε οἱ ἀμίλητοι καί πάλι καλημέρα.
Γυμνό παιδί ξυπόλητο σκυλί δαρμένο
ἀπό δικούς καί ξένους. Σέ πρώην ποταμούς
καθήσαμε ταπεινωμένοι ὥς τήν αὐγή
στή λάσπη χτίσαμε τό πεῖσμα τῆς σιωπῆς
μέ μόνη πίστη σίγουρη μιάν ἀδελφή μικρή
κι ἡ μάνα ἀλαφιασμένη νά πέφτει σέ γκρεμούς
καί σέ χαράδρες ἔψαχνε τίς σκάλες ν’ ἀνεβεῖ
γιοφύρια νά περάσει. Ξεπνοϊσμένη ἀπ’ τά βουνά
στρεφόταν φορτωμένη μέ καρπούς τῆς γῆς.
Mιά μάνα φοβισμένη πού γιά ν’ ἀντέξει τή ζωή
γυρνοῦσε