Tolstoy Leo

Άννα Καρένιν


Скачать книгу

Θεός ας σε βοηθήση!

      Εννόησεν, απέρριψε το σιγάρο του και εξήλθε του δωματίου.

      Η Άννα επέστρεψεν εις το διβάνι, όπου εκάθησε περικυκλωθείσα από όλα τα παιδιά.

      – Και πότε θα δοθή αυτός ο χορός; ηρώτησεν η Άννα την Κίττυ.

      – Την επομένην εβδομάδα.. Θα είναι ένας από τους χωρούς, εις τους οποίους διασκεδάζει κανείς πάντοτε πολύ.

      – Υπάρχουν λοιπόν τοιούτοι χοροί; ηρώτησεν η Άννα μετ' ελαφράς ειρωνείας.

      – Αλλόκοτον, αλλ' έτσι είνε, είπεν η Κίττυ, υπάρχουν χοροί εις τους οποίους διασκεδάζει κανείς διαρκώς και άλλοι όπου στενοχωρείται κανείς. Δεν το έχετε παρατηρήσει;

      – Όχι, αγαπητή μου, δι' εμέ δεν υπάρχουν πλέον χοροί διασκεδαστικοί.

      Η Κίττυ διέκρινεν εκκολαπτόμενον εντός των οφθαλμών της νεαράς γυναικός τον ειδικόν εκείνον κόσμον, όστις ήτο κλειστός δι' αυτήν.

      – Θα έλθετε εις τον χορόν! ηρώτησεν η Κίττυ.

      – Νομίζω ότι δεν θα δυνηθώ να το αποφύγω.

      – Θα ήμην ευχαριστημένη αν είρχεσθε! Θα ησθανόμην άκραν χαράν να σας ίδω εκεί!

      – Γνωρίζω γιατί επιθυμείτε να με ίδητε εις αυτόν τον χορόν! Περιμένετε απ' αυτόν πολλά και επιθυμείτε όπως πάντες συμμερισθώσι την χαράν σας.

      – Πώς το γνωρίζετε; είνε αλήθεια!

      – Κάτι γνωρίζω.. μου αρέσει πολύ.. , συνήντησα τον κύριον Βρόνσκυ εις τον σταθμόν.

      – Α; ήτο εκεί; ηρώτησεν η Κίττυ ερυθριάσασα· και τι σας είπεν ο Στίβα;

      – Μου απεκάλυψεν όλα τα μυστικά. Ηυχαριστήθην εκ τούτου τα μέγιστα. Συνεταξείδευσα μετά της μητρός του κ. Βρόνσκυ. Ωμίλει μόνον δι' αυτόν, καθ' όλον το διάστημα. Είνε ο αγαπημένος της. Γνωρίζω τας προτιμήσεις των μητέρων, αλλά.

      – Τι σας είπε περί αυτού;

      – Α! πολλά πράγματα.. ασφαλώς, είνε ο ευνοούμενός της.

      Αλλ' είνε φανερόν ότι είνε αληθώς ευγενής καρδία. ,. Ούτω, μοι διηγήθη ότι προυτίθετο να εκχωρήση ολόκληρον την περιουσίαν του εις τον αδελφόν του, και ότι ήδη, από της παιδικής του ηλικίας, είχε εκτελέσει πράξεις ασυνήθεις, είχε σώσει κάποτε μίαν γυναίκα πνιγομένην.. Εν ενί λόγω, είνε ήρως!

      Εμειδίασε δε αναλογισθείσα τα διακόσια ρούβλια, τα οποία είχε δώσει εις την γυναίκα του υπό του τραίνου καταπλακωθέντος ανθρώπου. Δεν το ανέφερεν όμως αυτό. Χωρίς να γνωρίζη διατί, της ήτο οδυνηρά η ανάμνησις της πράξεως ταύτης, ησθάνετο ότι ενυπήρχεν εις αυτήν κάτι το οποίον την έθιγε και δι' ό εμέμφετο εαυτήν και το οποίον δεν έπρεπε να συμβή.

      – Ο Στίβα μένει επί πολύ πλησίον της Δόλλυ ευτυχώς! προσέθηκε διά ν' αλλάξη θέμα ομιλίας.

      Ηγέρθη δε, δυσηρεστημένη κάπως, όπως εφάνη εις την Κίττυ.

      – Όχι, εγώ πρώτος! Όχι, εγώ! εφώναζαν τα παιδιά επανερχόμενα εις συνάντησιν της θείας των Άννας.

      – Όλα μαζί! είπεν εκείνη.

      Έδραμε γελώσα εις συνάντησίν των, τα ενηγκαλίσθη και εκυλίσθη κατά γης μετά της φάλαγγος εκείνης των κατεργαρέων που εχοροπηδούσε και ανεκραύγαζεν εκ χαράς.

      Όταν παρετέθη το τσάι, η Δόλλυ επέστρεψεν εις την αίθουσαν μετά του συζύγου της.

      – Συνεφιλιώθησαν τελείως! εσκέφθη η Άννα.

      Ευτυχής δε διότη