Tolstoy Leo

Άννα Καρένιν


Скачать книгу

εις την πλήρη κόσμου εκείνην αίθουσαν.

* * *

      Μετά τον χορόν, άμα τη αυγή η Άννα Καρένιν απέστειλε τηλεγράφημα προς τον σύζυγόν της αγγέλουσα εις αυτόν ότι ανεχώρει αυθημερόν.

      – Πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω! επανελάμβανε προς την νύμφην της διά τόνου τόσον αποφασιστικού, ώστε εφαίνετο ότι είχεν αναμνησθή ότι είχεν αφήσει εις την Πετρούπολη τόσας επειγούσας υποθέσεις, τας οποίας δεν θα ηδύνατο ν' απαριθμήση τελείως. Ναι, αληθώς, οφείλω να φύγω αμέσως σήμερον.

      – Ήλθες και εξετέλεσες αγαθήν πράξιν! είπεν η Δόλλυ διερευνώσα την μορφήν της.

      Η Άννα την ητένισε με τα μάτια υγρά από τα δάκρυα.

      – Μη το λέγεις αυτό, Δόλλυ. Δεν έκαμα τίποτε και τίποτε δεν ηδυνάμην να κάμω.. Τι έκαμα και τι ηδυνάμην να κάμω;.. Συ ευρήκες εντός της καρδιά σου αρκετόν έρωτα διά να συγχωρήσης.

      – Αν έλειπες συ, Άννα, ο Θεός γνωρίζει τι ηδύνατο να συμβή! Πόσον είναι ευτυχής, η Άννα!

      – Όχι. Γνωρίζεις διατί αναχωρώ σήμερον και όχι αύριον; Ανάγκη να σου κάμω μίαν εξομολόγησιν η οποία με πιέζει είπεν η Άννα παρατηρούσα την Δόλλυ κατάματα.. Γνωρίζεις διατί η Κίττυ δεν προσήλθεν εις τον δείπνον; Με ζηλεύει. Έσφαλα.. υπήρξε αφορμή ο χορός αυτός να μη αποτελέση δι' αυτήν χαράν, αλλά μαρτύριον.. Αλλά πίστευσε ότι δεν είνε ιδικόν μου το σφάλμα.. Ναι.. ένα τίποτε.

      Ετόνισε διά συριστικής φωνής τας τελευταίας αυτάς λέξεις.

      Αλλά, προφέρουσα ταύτας, ησθάνθη ότι δεν απετέλουν την αλήθειαν· όχι μόνον αμφέβαλε περί εαυτής, αλλά και συνεταράσσετο αναμιμνησκομένη τον Βρόνσκυ και επέσπευδε την αναχώρησίν της επί μόνω τω σκοπώ να μη τον επανίδη.

      – Δεν δύνασαι να φανταστής τι γελοίαν τροπήν έλαβε το ζήτημα.. Ήθελον να τον εξωθήσω εις γάμον, και, εξαίφνης, ανέδυσεν εξ αυτού.. κάτι το όλως διαφορετικόν,. Ίσως εν αγνοία μου, χωρίς να το θέλω.

      Η Άννα εκοκκίνισεν και διεκόπη.

      – Ω; οι άνδρες το αντιλαμβάνονται αμέσως, παρετήρησεν η Δόλλυ.

      – Θα εβυθιζόμην εις απόγνωσιν, αν αποκαλύπτετο σοβαρόν τι εκ μέρους του, ανεφώνησεν η Άννα.. Είμαι άλλωστε βεβαία, ότι όλα αυτά θα διασκεδασθώσι γρήγορα, μόλις η Κίττυ και αυτός παύσουν να με βλέπουν.

      – Θα σε βεβαιώσω, άλλως τε, Άννα, ότι δεν επικροτώ εγώ αυτόν τον γάμον διά την Κίττυ. Και, αν ο Βρόνσκυ, διότι σε είδεν άπαξ μόνον, ηράσθη σου, προτιμότερον είναι να μη γείνη αυτός ο γάμος.

      – Αναχωρώ, αφού κατέστησα εχθράν μου την Κίττυ, την οποίαν αγαπώ με όλην μου την καρδιά! Αλλά, θα τα διευκρινίσης συ όλα αυτά, Δόλλυ, δεν είν' έτσι;

      Κατά την στιγμήν της αναχωρήσεως προσήλθεν ο Ομπλόνσκυ.

      Η ευαισθησία της Άννας μετεδόθη εις την Δόλλυ, και, όταν την ενηγκαλίσθη διά τελευταίαν φοράν, της εψιθύρισε.

      – Ποτέ δεν θα λησμονήσω ό,τι έκαμες δι' εμέ. Και συ, μη λησμόνει ποτέ ότι σε αγαπώ και θα σ' αγαπώ πάντοτε ως την καλλιτέραν μου φίλην.

      – Δεν εννοώ διά ποίον λόγον μ' ευχαριστείς! είπεν η Άννα ασπαζομένη αυτήν και καταστέλλουσα τα δάκρυά της.

      – Με εννόησες, με εννοείς, χαίρε, αγαπητή μου!

      «Τώρα, όλα ετελείωσαν, και χάρις τω Θεώ!.» εσκέφθη η Άννα καθημένη επί του εδωλίου ενός κλινοφόρου βαγονίου, παραπλεύρως της θαλαμηπόλου