Tolstoy Leo

Άννα Καρένιν


Скачать книгу

πώς επλησίασαν αλλήλους οι δύο σύζυγοι, και, με την οξυδέρκειαν ερωτευμένου, αντελήφθη την έλαφράν δυσφορίαν μετά της οποίας η Άννα απεκρίθη προς τον Καρένιν.

      – Όχι, δεν τον αγαπά, δεν δύναται να τον αγαπά! εψιθύρισεν αποφασιστικώς ο Βρόνσκυ.

      Διευθυνθείς δε προς αυτήν, αντελήφθη μετά χαράς, ότι ησθάνετο την προσέγγισιν του· είχε στραφή προς αυτόν, και κητάξασα αυτόν εξηκολούθησε την μετά του συζύγου συνομιλίαν της.

      – Επεράσατε καλά την νύκτα; είπεν ο Βρόνσκυ υποκλιθείς ενώπιον της Άννας και του Καρένιν ταυτοχρόνως, αφήσας δ' εις τούτον την ελευθερίαν να κρίνη ή όχι κατά βούλησιν τον χαιρετισμόν του.

      – Σας ευχαριστώ.. , κάλλιστα, είπεν η Άννα.

      Η μορφή της εφαίνετο κουρασμένη, αλλ' εις διάστημα μιας στιγμής, όταν τον ητένισεν, οι οφθαλμοί της εφωτίσθησαν, και η φευγαλέα εκείνη ζωηρότης κατέστησε τον Βρόνσκυ ευτυχή.

      Ητένισεν εκείνη τον σύζυγόν της ίνα αντιληφθή αν εγνώριζε τον Βρόνσκυ.

      Ο Καρένιν παρετήρει τον αξιωματικόν μετά δυσφορίας, διερωτών εαυτόν αφηρημένος ποίος άρα γε να ήτο.

      Το γαλήνιον και σταθερόν ύφος του Βρόνσκυ συνεκρούσθη προς την ψυχράν σταθερότητα του Καρένιν ως δρεπάνη επί λίθου.

      – Ο κόμης Βρόνσκυ, είπεν η Άννα.

      – Α! νομίζω ότι κάποτε συνηντήθημεν, είπεν ο Καρένιν αδιαφόρως τείνας αυτώ την χείρα.

      – Ανεχώρησες εκ Πετρουπόλεος μετά της μητρός και επιστρέφεις μετά του υιού, προσέθηκε τονίζων κάθε συλλαβήν.

      – Επανέρχεσθε αναμφιβόλως ληξάσης της αδείας σας; είπε προς τον Βρόνσκυ.

      Και χωρίς ν' αναμείνη απάντησιν, εξηκολούθησεν αποταθείς προς την σύζυγόν του με τόνον παιγνιώδη.

      – Λοιπόν! έρρευσαν πολλά δάκρυα εις την Μόσχαν κατά τους αποχαιρετισμούς;

      Υπεδείκνυεν εις τον Βρόνσκυ ότι επεθύμει να μείνη μόνος μετά της συζύγου του· έφερε μάλιστα την χείρα εις τον πίλον του αλλ' ο νέος είπε προς την Άνναν:

      – Θα λάβω την τιμήν να έλθω να λάβω ειδήσεις σας.

      Ο Καρένιν εστήριξεν επί του Βρόνσκυ κουρασμένον βλέμμα.

      – Θα λογισθώμεν πολύ ευτυχείς, είπε ψυχρώς, δεχόμεθα κατά Δευτέραν.

      Είτα δε, αποχαιρετήσας οριστικώς τον Βρόνσκυ, είπε προς την σύζυγόν του φιλοπαίγμων:

      Έτυχα της ευτυχίας να διαθέτω ημίσειαν ώραν διά να έλθω εις συνάντησίν σου, ηδυνήθην τοιουτοτρόπως να σου εκδηλώσω όλην μου την τρυφερότητα.

      – Τονίζεις υπερβολικά τας φιλοφρονήσεις σου διά να τας αντιλαμβάνωμαι, απήντησεν εκείνη με τον ίδιον τόνον, τείνουσα χωρίς να το θέλη το ους προς τον θόρυβον των βημάτων του Βρόνσκυ, όστις εβάδιζεν όπισθέν της.

* * *

      Το πρώτον πρόσωπον το οποίον έσπευσεν εις υποδοχήν της Άννας, μόλις έφθασεν εις την οικίαν της, υπήρξεν ο υιός της: το παιδίον έδραμεν εις την κλίμακα, παρά τας νουθεσίας της διδασκαλίσσης του, φωνάζον με παράφορον χαρά: «Μαμά, μαμά!» Όταν δε την επλησίασεν, έμεινε κρεμασμένον από το λαιμό της.

      – Σας το είπα εγώ, πως η μαμά ήταν, είπε προς την διδασκάλισσαν, το είξευρα εγώ!.

      Όπως ο σύζυγός της, ομοίως και ο υιός της παρήγαγεν επί της Άννας εντύπωσιν, ήτις ωμοίαζε προς απογοήτευσιν.