Tolstoy Leo

Άννα Καρένιν


Скачать книгу

διότι «ο έρως ομοιάζει με την σκαρλαντίνα· όλοι θα τον περάσωμεν!»

      Τότε, θα έπρεπε να εμβολιαζώμεθα κατά του έρωτος, όπως κατά της ευλογιάς.

      Χωρίς αστεϊσμούς, εγώ είμαι πεπεισμένη, ότι, διά να γνωρίση κανείς τον έρωτα, πρέπει κατ' αρχάς ν' απατηθή και κατόπιν να επανορθώση την πλάνην του, είπεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ.

      – Και μετά τον γάμον ακόμη; ηρώτησε χαριτολογούσα η πρέσβειρα.

      – Ουδέποτε είναι αργά διά την βελτίωσιν μιας καταστάσεως, είπεν ο διπλωμάτης.

      – Ακριβώς, είπεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ, πρέπει κανείς ν' απατηθή και να ικανοποιηθή.. Τι σκέπτεσθε σεις, Άννα; προσέθηκεν απευθυνθείσα προς την νεαράν γυναίκα, ήτις παρηκολούθει την συνομιλίαν χωρίς να προσφέρη λέξιν, με έν σταθερόν αδιόρατον μειδίαμα επί των χειλέων.

      – Σκέπτομαι, είπεν η Άννα παίζουσα με το ένα της γάντι.. σκέπτομαι.. αφού υπάρχουν τόσα κεφάλια, τόσαι αντιλήψεις, τόσες καρδιές, τόσα είδη ερώτων..

      Ο Βρόνσκυ ανέμενε με λιποθυμούσαν καρδίαν τι επρόκειτο να είπη, και αφήκε στεναγμόν, ωσανεί είχε διαφύγει μέγαν κίνδυνον!

      Έξαφνα η Άννα του είπεν αποτόμως:

      – Έλαβον επιστολήν από την Μόσχαν. Μου γράφουν ότι η Κίττυ ασθενεί βαρέως.

      – Αλήθεια; είπεν ο Βρόνσκυ σκυθρωπάσας.

      Η Άννα του έρριψεν αυστηρόν βλέμμα.

      – Η είδησις αυτή δεν σας ενδιαφέρει;

      – Εξ εναντίας, μ' ενδιαφέρει πολύ. Τι άλλο σας λέγουν, αν δεν είνε αδιακρισία;.

      Η Άννα ηγέρθη και επλησίασε την πριγκήπισσαν Μπέτσυ.

      – Δώστε μου ένα τσάι, είπε τοποθετηθείσα όπισθεν του καθίσματός της.

      Ενώ δε η Μπέτσυ της παρέθετε το τσάι, ο Βρόνσκυ την επλησίασε.

      – Τι σας έγραψαν; επανέλαβε.

      – Σκέπτομαι συχνά, ότι οι άνδρες δεν εννοούν ό,τι δεν είνε αβρόν, είπεν εκείνη ως να ωμίλει προς εαυτήν και χωρίς ν' αποτείνεται προς αυτόν.

      Έκαμε δε ολίγα βήματα και επήγε να καθήση πρό τινος κονσόλας καταφόρτου από λευκώματα.

      – Μη δεν αντελήφθην καλώς την έννοιαν των λόγων σας; είπεν εκείνος προσφέρων αύτη κύπελλον τεΐου.

      Εκείνη έρριψε βλέμμα επί του παραπλεύρως της ευρισκομένου καναπέ και ο Βρόνσκυ εκαθέσθη επ' αυτού.

      – Ναι, προ πολλού ήδη προυτιθέμην να σας το είπω, ήρχισεν η Άννα χωρίς να τον κυττάζη: εφέρθητε κακώς, κακώς πολύ κακώς.

      – Μήπως δεν γνωρίζω ότι εφέρθην κακώς; Αλλά, τις πταίει διά τούτο;

      – Διατί μου το λέγετε αυτό; εψιθύρισεν η Άννα ατενίζουσα αυτόν αυστηρώς.

      – Γνωρίζετε άριστα διατί, απήντησεν εκείνος αδιστάκτως και αντιμετωπίσας γελαστά το βλέμμα της.

      Εταράχθη εκείνη και όχι αυτός.

      – Τούτο αποδεικνύει μόνον ότι δεν έχετε καρδίαν! είπεν η Άννα.

      Αλλά το βλέμμα της έλεγεν ότι εγνώριζεν ότι είχε καρδίαν ο Βρόνσκυ, και, δη, διά τούτο ακριβώς, τον εφοβείτο.

      – Το γεγονός, το οποίον υπαινίττεσθε, ήτο γοητεία και όχι έρως, είπεν ο νέος.

      – Μη λησμονείτε ότι σας έχω απαγορεύσει να προφέρετε αυτήν την λέξιν, την χυδαίαν αυτήν λέξιν, είπεν η Άννα ριγήσασα.

      Αλλ' εννόησεν αυτοστιγμεί ότι διά μόνης της φράσεως εκείνης «σας έχω απαγορεύσει»