που ήταν αιχμάλωτοι.
Στράφηκε προς το κτίριο. Κοιτώντας ψηλά, είδε τον όροφό της, τον τρίτο. Πιο πάνω στον έκτο, ο δικός του. Μέτρησε τα καγκελωτά παράθυρα προς τα δεξιά...επτά...οχτώ...εννιά. Εκεί. Αυτό ήταν το παράθυρό του. Κοίταξε επίμονα. Και εκείνη τη στιγμή, το είδε· μια μικρή λάμψη. Πώς το έκανε, δεν το ήξερε, αλλά ακόμη και στις πιο συννεφιασμένες μέρες, το αμυδρό του σήμα φαινόταν. Δεν ήταν τίποτε ιδιαίτερο, μια μικρή λάμψη μόνο, αλλά όλη της η ύπαρξη εξαρτιόταν απ’ αυτή, αυτό το κλάσμα δευτερολέπτου ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα της ημέρας το οποίο επιβεβαίωνε πως ήταν ζωντανός, την αγαπούσε και με κάποιον τρόπο θα υπέμεναν αυτό το βασανιστήριο μαζί.
Έφερε την πέτρα στα χείλη της, κρατώντας το βλέμμα της στο παράθυρό του. Ήξερε ότι την κοιτούσε, όπως έκανε κι αυτή όταν ερχόταν αυτός στο προαύλιο τα απογεύματα και ολοκλήρωνε την τελετουργία τους.
Άγγιξε απλά την πέτρα στο στόμα της, για να μην υποψιαστεί κανείς ότι επικοινωνούν.
Υπήρχαν πολλοί άλλοι κρατούμενοι. Δε γνώριζε ακριβώς πόσοι, αλλά ένιωθε εκατοντάδες βλέμματα πάνω της. Όλοι ήταν άνδρες, εκτός από μία. Ή τουλάχιστον της άρεσε να σκέφτεται ότι κάπου μέσα σε αυτήν την τεράστια, φριχτή φυλακή γνωστή ως Kauen Bogdanovka υπήρχε άλλη μια γυναίκα. Είναι ανησυχητική η σκέψη μιας γυναίκας ανάμεσα σε εκατοντάδες άνδρες, ακόμη και σε απομόνωση.
Μόνο εκείνη και ο σύζυγός της έβγαιναν σε αυτό το προαύλιο. Δύο μεγαλύτερες αυλές ήταν τοποθετημένες δεξιά και αριστερά, όπου έβγαζαν σε ομάδες τους άλλους κρατούμενους. Δεν μπορούσε να τους δει, μόνο που άκουγε τις φωνές τους όταν αθλούνταν ή τσακώνονταν.
Όταν βρίσκονταν στα κελιά τους, δεν άκουγε τίποτα. Ίσως ήταν πολύτιμοι και δεν ήθελαν να τους εκθέσουν στη βιαιότητα των άλλων φυλακισμένων. Σίγουρα όμως δεν ένιωθε πολύτιμη.
Δεν μπορούσε να δει μέσα στα κελιά την ημέρα διότι ήταν χτισμένα σε μεγάλες εσοχές, μακριά από το φως των παραθύρων.
Θα σκότωνα για μια πεντάλεπτη συζήτηση με μια γυναίκα -- ή και με τον Λερτς, για να είμαι ειλικρινής -- ακόμη κι αν δεν μιλάει Αγγλικά, που μάλλον δεν μιλάει. Ίσως να ξέρει Τουρκικά ή Ρωσικά.
Περπάτησε παράλληλα με τον εξωτερικό τοίχο έως το τέλος του. Γυρνώντας αριστερά, πήγε στο κτίριο, όπου ξανάκανε μια αριστερή στροφή και περπάτησε προς την πόρτα. Μετά πάλι αριστερά για μερικά βήματα. Εκεί, άφησε την πέτρα στην προκαθορισμένη θέση της.
Φορούσε μια φθαρμένη μπλούζα με τον Τσε Γκεβάρα, αμάνικη· όμως εκείνη έκανε χειρονομία τάχα ότι σήκωσε το ένα μανίκι της. Επανέλαβε την ίδια ιδιοτροπία και με το άλλο χέρι, σαν να προετοιμαζόταν να πάει για δουλειά.
Έκανε ένα πλάγιο βήμα αριστερά, και ακολουθώντας την προηγούμενη διαδρομή της πήγε προς τα εμπρός, μισό βήμα μεσ’ την προηγούμενη πορεία της. Έκανε τον κύκλο του προαυλίου με πλάγια βήματα συνεχώς, περνώντας την πέτρα, κάθε φορά μισό βήμα πιο μέσα ώσπου έφτασε στο κέντρο του. Εκεί στάθηκε απέναντι από την γκρι σιδερένια πόρτα, έξι μέτρα μακριά. Αφού έριξε μια κλεφτή ματιά στον έκτο όροφο, ξεκίνησε για την πόρτα. Και τότε, την κατάλληλη στιγμή, αυτή άνοιξε.
*