Πενσιλβανία 19311
Αγαπητέ κ. Μάρτιν,
Ενημερωθήκαμε για την αποθανούσα κατάστασή σας με χρονολογία 4 Ιουνίου, 1988. Δια του παρόντος καταργούμε την αποζημίωση αναπηρίας από τη σημερινή ημέρα και περαιτέρω απαιτούμε την επιστροφή παλαιών αποζημιώσεων από τις 5 Ιουνίου, 1988 έως τη σημερινή ημερομηνία, με το ποσό των 745. 108,54 δολαρίων χρωστούμενο στο Τμήμα Υποθέσεων για Βετεράνους.
Εάν το ποσό δε ξεπληρωθεί άμεσα, θα παρακρατείτε ποσό των 20.789,80 δολαρίων από τη μηνιαία αποζημίωση αναπηρίας σας έως ότου αποπληρωθεί το συνολικό ποσό.
Με εκτίμηση,
κ. Άντριου Τζ. Τάνκερς,
Διοικητικός Σύμβουλος της Διευθύντριας, κα. Κάρεν Γκράμπτρι.
Το τμήμα μας βοηθά όσους υπηρέτησαν την πατρίδα μας.
Ο Ντόνοβαν γύρισε το γράμμα προς το φως ενός κοντινού παραθύρου. Κοίταξε προσεκτικά την υπογραφή. Ναι, ήταν αλήθεια γραμμένη με μελάνι, δεν είχε φωτοτυπηθεί εκ των προτέρων.
Και λοιπόν, κ. Άντριου Τζ. Τάνκερς, πώς ακριβώς θα παρακρατήσεις 20.780,80 δολάρια από την ‘καταργημένη μηνιαία αποζημίωση’ του κ. Μάρτιν; Ειδικότερα όταν νομίζεις ότι πέθανε το 1988;
Ο Ντόνοβαν κοίταξε τη νεαρή γυναίκα. «Δε διαβάζουν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι τις επιστολές που υπογράφουν»;
Ανασήκωσε τους ώμους της.
«Τί θέλετε να κάνω εγώ»; Τη ρώτησε.
«Δε μπορούμε να πάρουμε τα λεφτά αυτά για μόνο δύο μήνες τώρα».
«Ναι, βλέπω ότι έχουν διακόψει την... είναι ο παππούς σας»;
«Ναι».
«Τέλεια. Έχουν διακόψει τις πληρωμές στον προπάππου σας γιατί νομίζουν ότι έχει αποβιώσει».
«Δεν απεβίωσε».
«Το βλέπω αυτό, αλλά από τη στιγμή που ο υπολογιστής της κυβέρνησης θεωρεί ότι είσαι νεκρός, δύσκολα τον πείθεις για το αντίθετο».
«Αλλά πως αυτό το κάνω»;
«Πρέπει να πάρετε τον κύριο Μάρτιν... έχετε αναπηρικό καροτσάκι»;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Θα πρέπει να αγοράσετε μια αναπηρική καρέκλα για τον κύριο Μάρτιν... έχετε αυτοκίνητο»;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Τότε θα πρέπει να τηλεφωνήσετε σε ταξί να έρθει να παραλάβει τον κ. Μάρτιν και να τον πάει στα γραφεία του Τμήματος Υποθέσεων για Βετεράνους, ώστε να δώσει το όνομά του, τον βαθμό –»
«Που είναι αυτό το καρότσι»;
Ο Ντόνοβαν κοίταξε προς την πόρτα. «Είναι εδώ η μητέρα σας»;
«Καμία μητέρα».
«Ο πατέρας σας»;
«Κι οι δύο χάθηκαν, όλοι παρά ένας, μόνο ο προπάππους και η Σάντια».
«Πού είναι η Σάντια»;
Ζάρωσε το φρύδι της. «Εδώ είμαι».
«Εσύ είσαι η Σάντια»;
Ένευσε καταφατικά. «Πριν δύο βδομάδες, ο προπάππους έκανε αυτό, εκείνο, φέρνει το φαγητό σπίτι, πληρώνει ρεύμα, νερό και προσέχει κι εμένα. Αλλά τώρα μόνο που προσπαθώ να προσέχω τον προπάππου και όλα τα άλλα χωρίς λεφτά».
Ο Ντόνοβαν ήταν σιωπηλός για λίγη ώρα. Πώς βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση αυτή τη φορά;
«Γιατί με καλέσατε»;
«Σε βρήκα στο κίτρινο βιβλίο».
«Για να δω».
Έφυγε απ’ το δωμάτιο και γύρισε με τον τηλεφωνικό κατάλογο.