Α το παλιόπαιδο, πάλι ξέθαψε τον παππού (ах, дрянной мальчишка, опять выкопал дедушку; ξεθάβω)!
Ο Τοτός παίζει για ώρα στον κήπο, και η μητέρα του επιτέλους του φωνάζει:
– Άντε πιά μαζέψου σπίτι! Τι κάνεις τόση ώρα;
Ο μικρός απαντά:
– Άσε με μαμά, παίζω με τον παππού!
Κι η μητέρα του μονολογεί:
– Α το παλιόπαιδο, πάλι ξέθαψε τον παππού!
Ο Τοτός στο φίλο του πατέρα του (Тотос другу своего отца; ο φίλος; ο πατέρας):
– Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο μπαμπάς μου για σας (это правда то, что говорит папа мой про вас);
– Τι λέει, δηλαδή παιδί μου (что именно он говорит, детка);
– Να, ότι δημιουργηθήκατε μόνος σας (ну что вы сделали себя сам; δημιουγούμαι – творить, создавать).
– Ναι, αλήθεια είναι (да, это правда).
– Μα τότε γιατί δεν φροντίσατε να γίνετε πιο ψηλός και πιο όμορφος (а тогда почему вы не позаботились стать более высоким и более красивым; φροντίζω);
Ο Τοτός στο φίλο του πατέρα του:
– Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο μπαμπάς μου για σας;
– Τι λέει, δηλαδή παιδί μου;
– Να, ότι δημιουργηθήκατε μόνος σας.
– Ναι, αλήθεια είναι.
– Μα τότε γιατί δεν φροντίσατε να γίνετε πιο ψηλός και πιο όμορφος;
Ένας ληστής, αφού διέρρηξε ένα σπίτι, πιάνει όμηρους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι (один бандит, взломав дом, берет в заложники пожилую пару; αφού – когда, как только; διαρρηγνύω; ο όμηρος). Θέλοντας να σκοτώσει ένα απο τους δύο, προσπαθεί να αποφασίσει (желая убить одного из двоих, пытается решить; θέλω; σκοτώνω; αποφασίζω). Ρωτάει τη γυναίκα (спрашивает жену; η γυναίκα – женщина; жена):
– «Πως σε λένε εσένα (как тебя зовут);»
– «Κλημεντίνη (Климентина).»
– «Α! έτσι λένε τη μάνα μου (а, так зовут мою маму), δεν θα σε πειράξω εσένα (не трону тебя; πειράζω – трогать, касаться; вредить, приносить вред).»
Στη συνέχεια ρωτάει τον άνδρα (затем спрашивает мужа; ο άντρας – мужчина; муж, супруг):
– «Πως σε λένε εσένα;»
– «Παναγιώτη, αλλά με φωνάζουν και Κλημεντίνη (Панайотис, но меня зовут и Климентиной; φωνάζω – кричать; звать, вызывать).»
Ένας ληστής, αφού διέρρηξε ένα σπίτι, πιάνει όμηρους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Θέλοντας να σκοτώσει ένα απο τους δύο, προσπαθεί να αποφασίσει. Ρωτάει τη γυναίκα:
– «Πως σε λένε εσένα;»
– «Κλημεντίνη.»
– «Α! έτσι λένε τη μάνα μου, δεν θα σε πειράξω εσένα.»
Στη συνέχεια ρωτάει τον άνδρα:
– «Πως σε λένε εσένα;»
– «Παναγιώτη, αλλά με φωνάζουν και Κλημεντίνη.»
Έχω παντρευτεί δυο φορές, λέει κάποιος (я женился два раза, говорит некто; παντρεύομαι), αλλά δυστυχώς στάθηκα άτυχος (но, к сожалению, остался несчастным = мне не повезло; στέκομαι – стоять; оставаться, оказываться; η τύχη – судьба; удача, счастье; τυχερός – счастливый; δυσ-, α- – приставки со знач. отрицания).
– Τι κρίμα (как жаль). Γιατί (почему);
–