Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας (не падают, потому что их держит закон притяжения; πέφτω; κρατάω).
– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν (а до того, как был принят этот закон, как они держались; ψηφίζω – голосовать; ψηφίζομαι – быть одобренным /о законопроекте/; κρατιέμαι);
Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο:
– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε, γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένη ανάποδα;
– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας.
– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν;
Μια μέρα στην τάξη, λέει η δασκάλα στον Τασούλη (однажды в классе говорит учительница Тасулису):
– Εγώ διαβάζω, εσύ διαβάζεις, τι χρόνος είναι (я читаю, ты читаешь, что это за время?);
– Χαμένος (потерянное; χάνω – терять)!
Μια μέρα στην τάξη, λέει η δασκάλα στον Τασούλη:
– Εγώ διαβάζω, εσύ διαβάζεις, τι χρόνος είναι;
– Χαμένος!
Ο εξαγριωμένος μικρός λέει στο φίλο του (разгневанный ребенок говорит своему другу; εξαγριώνομαι):
– Το σκυλί σου μου έφαγε όλα τα λουκάνικα (твой пес съел у меня все сосиски; το λουκάνικο; τρώω)!
– Καλά που μου το είπες (хорошо, что ты мне сказал; λέω), για να μη του δώσω τίποτε άλλο (чтоб я не давал ему ничего больше; δίνω) και βαρυστομαχιάσει (и у него не случилось бы несварения; βαρυστομαχιάζω; βαρύς – тяжелый; το στομάχι – желудок)!
Ο εξαγριωμένος μικρός λέει στο φίλο του
– Το σκυλί σου μου έφαγε όλα τα λουκάνικα!
– Καλά που μου το είπες, για να μη του δώσω τίποτε άλλο και βαρυστομαχιάσει!
Δυο μικρά παιδάκια φλυαρούν (два маленьких ребенка болтают):
– Πες μου Κωστάκη, άμα θα μεγαλώσεις, θα με παντρευτείς (скажи мне, Костакис, когда вырастешь, ты на мне женишься; μεγαλώνω – расти, вырастать; становиться взрослым /от прил. μεγάλος – большой/; παντρεύομαι);
– Χμμ! Όχι!… Δεν μπορεί να γίνει (нет, не получится: «не может случиться»; γίνομαι – становиться, делаться; становиться возможным). Ξέρεις σ' εμάς όλοι παντρεύονται συγγενείς τους (знаешь, у нас все женятся на родственниках). Να… Ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε τη μαμά μου (папа мой женился на моей маме), ο παππούς μου τη γιαγιά μου (дедушка на бабушке), ο θείος τη θεία μου (дядя на тете)…
Δυο μικρά παιδάκια φλυαρούν:
– Πες μου Κωστάκη, άμα θα μεγαλώσεις, θα με παντρευτείς;
– Χμμ! Όχι!… Δεν μπορεί να γίνει. Ξέρεις σ' εμάς όλοι παντρεύονται συγγενείς τους. Να… Ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε τη μαμά μου, ο παππούς μου τη γιαγιά μου, ο θείος τη θεία μου…
Δύο γιαγιάδες συζητάνε για τους συζύγους τους καθώς πίνουν τσάι (две бабушки обсуждают своих супругов за чашкой чая: «когда пьют чай»):
– Ελπίζω ο Θανάσης να σταματήσει να τρώει τα νύχια του (надеюсь, Фанасис прекратит грызть ногти; σταματάω; φάω), λέει η μία (говорит одна).
– Α, και ο Γιώργος έκανε το ίδιο, αλλά του το έκοψα το συνήθειο (а, Йоргос делал то же самое, но я его отучила: «прекратила эту привычку»; κόβω – резать;