Aristophanes

Εκκλησιάζουσαι


Скачать книгу

κι' άλλες πού 'ρχονται, ολόκληρο κοπάδι·

      όλο το άνθος δηλαδή της πόλεως.

      (Εισέρχεται πλήθος γυναικών, αι οποίαι, σχηματίζουσιν εκατέρωθεν τα δύο τμήματα του χορού).

      Γ’ ΓΥΝΗ ερχομένη ταχέως

      Ουφ! πόσο,

      φιλτάτη, εκοπίασα, ως πού να ξετρυπώσω!

      γιατί έφαγεν ο άνδρας μου όσες σαρδέλλες είχα

      το βράδυ, και μου πνίγηκε τη νύχτ' από το βήχα.

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ

      Καθήστε, τώρα πούσθ' εδώ,

      να σας ρωτήσω και να ιδώ

      αν ίσως κ' εκτελέσατε τα προμελετημένα

      στων Σκίρων την πανηγύρι.

      Δ’ ΓΥΝΗ

      Α, όσο δα για μένα,

      έχω στης αμασχάλες

      και από δάσος πειό πυκνές της τρίχες και μεγάλες,

      κατά τη συμφωνία μας. Έκαμα κι' άλλο ακόμα·

      όταν επήγε ο άνδρας μου στην αγορά, το σώμα

      πασάλειψα, και στάθηκα στον ήλιον όλη μέρα.

      Ε’ ΓΥΝΗ

      Μα το ξυράφι πέταξα από το σπίτι πέρα,

      και τρίχες άφησα κ' εγώ στο σώμα μου να βγάζω,

      που, όσο είνε δυνατό, γυναίκα να μη μοιάζω.

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ

      Έχετε και τα γένεια σας, που όταν θα μπορέσουμε

      να συναχθούμε, είπαμε πως όλες θα φορέσουμε;

      Δ’ ΓΥΝΗ

      Ωραία γένεια έφτιασα κ' εγώ, μα την Εκάτη!

      Ε’ ΓΥΝΗ

      Κ' εγώ πολύ καλήτερα κι' από του Επικράτη.

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ

      Και σεις τι λέτε;

      Δ’ ΓΥΝΗ

      Σύμφωνες, και με την ίδια γνώμη.

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ

      Βλέπω λοιπόν πως κάματε και όλα τάλλ' ακόμη,

      κ' επήρατ', όπως είπαμε, Λακωνικές κουντούρες,

      και ανδρικά φορέματα, και ανδρικές μαγκούρες.

      Ζ’ ΓΥΝΗ

      Κ' εγώ επήρα μία

      απ' τον ξυλοκουβαλητή εκείνον το Λαμία

      την ώραν που κοιμώτανε.

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ

      Φαίνετ' αυτή τον κάνει

      που, όταν τη φορτώνεται στους ώμους, όλο κλάνει.

      Α’ ΓΥΝΗ

      Μα το θεό! αν έφερνε του Άργου το τομάρι

      πούχε τα μάτια τα πολλά, μπορούσε να την πάρη

      κι' όλον να βγάλη στη βοσκή τον Δήμον Αθηναίων!

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ

      Ελάτε, τι θα κάνουμε να πούμε τώρα πλέον,

      όσο ταστέρια φαίνονται στον ουρανό να λάμπουν.

      Γιατ' η Βουλή, όπου εμείς κ' η φίλες όλες θα 'μπουν,

      πρέπει να γίνη το πρωί.

      Α’ ΓΥΝΗ

      Α, ώστε, μα τον Δία,

      τας θέσεις μας θα πάρουμε μπροστά στα Πρυτανεία,

      κάτ' απ' το βράχο της Πνυκός.

      Η ΓΥΝΗ εισέρχεται κρατούσα ηλακάτην και νήθουσα μαλλίον.

      Την ώρα να μη χάνω,

      πήρα και τούτα τα μαλλιά μέσ' στη Βουλή να ξάνω.

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εν οργή.

      Γεμάτη νάνε η Βουλή και λόγου της να ξαίνη;!

      – τι λες, δυστυχισμένη;

      Η’ ΓΥΝΗ

      Βέβαια, μα την Άρτεμι! μαζύ μ' αυτή πηγαίνω·

      και τάχα τι χειρότερα θ' ακούσω κι'αν θα ξαίνω;

      Είν' τα παιδάκια μου γυμνά.

      ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ

      Κατάλαβες τι κάνεις,

      να πας και συ να ξάνης

      την ώρα, που δεν πρέπει

      κανένας ίχνος γυναικός απάνω μας να βλέπη;

      Καλά θα την