τραγούδι βλάχικο αρχίζετε, σαν γέροι,
και προχωρείτε ψέλνοντας με το ραβδί στο χέρι
Β’ ΓΥΝΗ
Καλά τα λες· ας πάμ' εμπρός εμείς η πειό μεγάλες,
γιατί στην Πνύκα θάρθουνε απ' τους αγρούς και άλλες.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Γρήγορα κάμετ' όμως,
γιατ' είνε κ' ένας νόμος:
όσοι στην Πνύκα για να παν πρωί-πρων δεν έβγουν,
ούτε παλούκι δεν βαστούν στα χέρια τους σαν φεύγουν.
(Αι γυναίκες μεταμφιέζονται εις άνδρας).
ΧΟΡΟΣ
Έφθασ' η στιγμή, ώ άνδρες· στη γραμμή και ξεκινάτε·
τούτο πάντοτε να λέτε και ποτέ μην το ξεχνάτε·
είν' ο κίνδυνος μεγάλος αν μας πιάσουνε στη φάκα,
να σκαρώνουμε τη νύχτα στο σκοτάδι τέτοια φιάκα.
Α' ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
Πάμε στη Βουλή, ώ άνδρες. Το μισθό του θα τον χάση,
όπως είπ' ο νομοθέτης, όποιος το πρωί δεν φθάση
σκονισμένος, τσιμπλιασμένος [και μ' αχτένιστα μαλλιά],
και χωρίς να φάη άλλο, παρά μόνο σκορδαλιά.
Σμίκρυνε, Χαριτωμένη, και συ Δράκοι, ξεκινάτε
κι' ό,τι πρέπει μη ξεχνάτε,
μήπως και σας φύγη λόγος, που στο πράμα δεν συμφέρει·
κι' όταν πάρη ο καθένας και το σύμβολο στο χέρι
και καθίσουμε στης έδρες σοβαρά και στην αράδα,
θα ψηφίσου' ό,τι θέλει κάθε μια μας φιλενάδα —
ώ τι λάθος, πω, πω, πω!
φίλος, ήθελα να ειπώ!
Β' ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ (δεικνύων προς αριστερά)
Έχε' από κει το νου σας· σπρώχτε τους να φύγουν, όσοι
άρχον' απ' την πόλι νύχτα και προτού να ξημερώσει,
μόνον το μισθό να πάρουν,
και να κάτσουν να λιμάρουν.
Γιατ' οι Βουλευταί μας πρώτα είχαν έθιμο καλό·
και κανένας δεν τολμούσε να ζήτηση οβολό·
κι' όλοι έπαιρναν μαζύ τους, στον καιρό του Μυρρωνίδη,
έν' ασκί νερό, ψωμάκι, τρεις εληές κ' ένα κρομμύδι.
Σήμερα, για να σκεφθούνε στης πατρίδος το καλό,
θέλουνε κ' ημεροδούλι, λες και κουβαλούν πηλό.
(Απέρχονται γυναίκες και χορός προς αριστερά, μετημφίεσμέναι εις άνδρας και ψάλλουσαι).2
ΜΕΡΟΣ ΔΕΎΤΕΡΟΝ
(Η σκηνή παριστά το αυτό μέρος με το της προηγουμένης πράξεως. Εξέρχεται ο ΒΛΕΠΥΡΟΣ, φέρων στενάς γυναικείας εμβάδας εις τους πόδας, ημίγυμνος και κακώς κρυπτόμενος υπό βραχύ ερυθρόν γυναίκειον χιτώνιον. Κρατεί την κοιλίαν του και προφανώς αναζητεί κατάλληλον θέσιν προς αφόδευσιν. Είνε νυξ).
ΣΚΗΝΗ Α'
ΒΛΕΠΥΡΟΣ-μόνος
Μωρέ! τι πράματα είν' αυτά!.. είνε σχεδόν ημέρα,
κι' ακόμα η γυναίκα μου δεν φαίνετ' εδώ πέρα.
Πώς γλίστρησε; … τι εστάθηκε;…
πού πήγε και μου χάθηκε;…
Εκεί που εκοιμώμουνα, μου έρχεται να χέσω·
ζητώντας της αρβύλες μου στα πόδια μου να δέσω
και το χιτώνα για να βγω, στο σκότος ψηλαφούσα
εδώ κ' εκεί, μα πουθενά να ταύρω δεν μπορούσα.
Και επειδή ο Κοπριάς στην πόρτα είχε φθίση
κ' εχτύπαγε με βιάσι,
πέρασα της παντούφλες της, όπου αυτή εφόρει,
κι' αυτό το πανωφόρι..
Μα τώρα πού να βρη κάνεις καλή μεριά να χέση;
Έ,