Το δεύτερον δράμα της Ορεστείας, αι Χοηφόροι, περιέχουσι την κυρίαν πράξιν, δηλ. την μητροκτονίαν του Ορέστου επί της οποίας στηρίζεται το ηθικόν πρόβλημα της Τριλογίας.
Η ένοχος Κλυταιμνήστρα ταρασσομένη από απαίσια όνειρα στέλλει την κόρην της Ηλέκτραν με συνοδείαν δούλων γυναικών (ο χορός) δια να εξευμενίση με νεκρωσίμους εκ μέρους της σπονδάς (χοάς) την σκιάν τον αδικοσκοτομένου Αγαμέμνονος. – Εκεί επί του τάφου, γίνεται η αναγνώρισις των δύο αδελφών, της Ηλέκτρας και του Ορέστου, όστις κρυφίως εκ της Φωκίδος είχεν έλθη μετά τον φίλον του Πυλάδου διά να λάβη εκδίκησιν του φόνου του πατρός του, συμφώνως με την επιτακτικήν διαταγήν του Απόλλωνος. Οι δύο αδελφοί ψάλλουσιν αμοιβαίον επιτάφιον θρήνον (κομμόν) επί τον τάφου του πατρός των, και σχεδιάζουσι την εκδίκησιν.
Πράγματι ο Ορέστης εισάγεται διά δόλου, όπως απήτησεν ο χρησμός του δελφικού Θεού, εις το πατρικόν ανάκτορον, όπου φονεύει πρώτον τον Αίγισθον και κατόπιν επί του πτώματος αυτού την μητέρα του Κλυταιμνήστραν.
Ακολούθως ανοίγει τας πύλας του ανακτόρου και επιδεικνύει εις τον λαόν τους νεκρούς των τιμωρηθέντων ενόχων και αφ' ετέρου τον πέπλον διά τον οποίον εκείνοι περιετύλιξαν τον πατέρα τον και τον εδολοφόνησαν. Αλλά συγχρόνως αρχίζει να ταράσσεται το λογικόν του, βλέπει ενώπιόν του τα φάσματα των τιμωρών Ερινύων, επικαλείται την μαρτυρίαν των Αργείων διά την αθωότητά τον και τρέπεται εις εκουσίαν εξορίαν.
ΟΡΕΣΤΗΣ
ΠΥΛΑΔΗΣ
ΧΟΡΟΣ
ΗΛΕΚΤΡΑ
ΔΟΥΛΟΣ
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
ΤΡΟΦΟΣ
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
ΧΟΗΦΟΡΟΙ
Ω χθόνιε Έρμη, της πατρικής μου αρχής προστάτη,
σωτήρας, δέομαι, γίνε μου και σύμμαχος μου,
τώρα που πίσω ο εξόριστος φτάνω στη γη μας
και κράζω του πατέρα μου, σ' αυτόν επάνω
του τάφου του τον όχτο, να μ' ακούση.
.. πλεξίδα πότρεφα του Ινάχου
κι' αυτή την άλλη για το πένθος του πατρός μου.
γιατί δεν ήμουν μπρος να κλάψω το νεκρό σου,
πατέρα, ουδέ στο ξόδι σου ν' απλώσω χέρι.
Α!
τι 'ναι που βλέπω! σαν ποια νάναι η συνοδεία
των γυναικών αυτών των μαυροφορεμένων,
πόρχουνται δώθε; τι να φαντασθώ πως τρέχει;
μη βρήκε νέα το σπίτι μας συμφορά πάλι;
Ή δεν θα γελαστώ αν ειπώ πως του πατρός μου
φέρνουν χοές που τους νεκρούς καλοκαρδίζουν;
το δίχως άλλο! γιατί, νά, θαρρώ κ' η Ηλέκτρα
έρχεται η αδερφή μου εδώ βαρυπενθούσα.
Ω Δία, δόσε του πατέρα μου το φόνο
να εκδικηθώ και γίνε πρόθυμος βοηθός μου!
Πυλάδη, ας τραβηχτούμε, για να εξακριβώσω
τι νάναι αυτών των γυναικών η λιτανεία.
Ήρθα σταλμένη συνοδειά
χοές να φέρω απ' τα παλάτια
γοργά τα στήθια μου χεροχτυπόντας·
πρέπουν στα ματωμένα μάγουλά μου
ξεγδάρματ' απ' το νιόκοπο σπάραγμα των νυχιών
– όσο για θρήνους βόσκομαι καθημερνά μ' αυτούς.
Των πέπλων μου τα λινά φάδια
σχίστηκαν κ' έγιναν κουρέλια
από τη λύπη μου, πάνω στα στήθια,
που στόλιζαν, κομματιασμένα,
από τα αγέλαστά μας πάθια.
Γιατί φόβος ορθότριχος τρανός
ονειρομάντης των σπιτιών, στον ύπνο
φρουμάζοντας μ' οργή, στης νύχτας την καρδιά,
έβαλ' ένα ξεφωνητό τρομάρας στα παλάτια
στο γυναικίτη μέσα πέφτοντας βαρύς·
κι αυτού του ονείρου οι εξηγητάδες
είπαν, μ' εγγύησι θεϊκιά,
πως τόχουν οι κατωκοσμίτες
βαριά παρμένο στην καρδιά
και κρατούν όργητα στους φονιάδες.
Ζητόντας χάρι αχάριστη, ω μάννα γη,
να στρέψη τούτα τα κακά απ' την κεφαλή της,
μ' έστειλ' εμένα δω η άθεη η γυναίκα·
όμως, φοβούμαι να τον πω το λόγο αυτό·
γιατί ποιάν έχει γιατρειά το αίμα που θα χυθή;
Αλλοί, σπίτι πανάθλιο,
θεμελιοξεσπιτώματα,
ανήλια ανθρωπομίσητα
σκοτάδια σε σκεπάζουνε,
με του κυρίου το θάνατο.
Τώρα το πριν το σέβας ταπολέμητο
κι ανίκητο κι αδάμαστο, που μέσ' απ' του λαού
τ' αυτιά περνούσε και μέσ' απ' τα φρένα,
χάθηκε· και καθείς τέτοια ευτυχία φοβάται
πούναι θεός για τους θνητούς και κάτι πιο πολύ.
Της