άκου και δέξου, σεβαστέ,
από τη μαύρη την καρδιά μου τις ευχές μας.
Αχ, και ποιος να είταν χεροδύναμος
νάρχονταν άντρας λυτρωτής μας,
δίστροφα σειόντας βέλη σκυθικά στον πόλεμο,
και στη δεξά καλόδετα μαχαίρια κυβερνόντας!
Ήπιεν η γης κ' έχει ο πατέρας τις χοές μας,
μα τώρα ακούστε μου κι αυτόν τον νέο το λόγο.
Πες μου.. χοροπηδά απ' το φόβο μου η καρδιά μου.
Βλέπω στον τάφο την κομμένη αυτή πλεξίδα.
Ποιου τάχ' αντρός, ή ποιας χαμηλόζωστης κόρης;
Καθένας εύκολα μπορεί να ταπεικάση.
Πώς από σε τη νεώτερή μου θε να μάθω;
Άλλος, έξω από με, δεν μπόρειε να την κόψη.
Γιατί 'ναι εκείνοι εχθροί πόπρεπε να πενθήσουν.
Κι όμως είν' ομοιότατη αυτή η πλεξίδα.
Με ποια μαλλιά; αυτό ίσα ίσα να μου μάθης.
Με τα δικά μου να τα βλέπης πάρα μοιάζουν.
Μην είναι τάχα κρυφό δώρο του Ορέστη;
Πάρα πολύ μ' εκείνου μοιάζει τις πλεξίδες.
Και πώς εκείνος τόλμησε ναρθή εδωπέρα;
Έστειλε τάμμα τα μαλλιά του στον πατέρα.
Αυτά που λες μου φέρνουν τώρα κι άλλα δάκρια,
αφού ποτέ δεν θα πατήση εδώ το πόδι.
Και μένα στην καρδιά μου ανέβη πικρό κύμα
χολής, σαν να με πέρασε σπαθί για πέρα,
κι από τα μάτια μου καυτές μου πέφτουν στάλες
αβάσταγες, σα χειμωνιάτικης πλημμύρας,
ότι είδα την πλεξίδα αυτή· γιατί ποιανού άλλου
να φανταστώ πως ειμπορεί νάν' αυτ' η κόμη;
και βέβαια δεν την έκοψεν η φόνισσά του,
η μάννα μας! που ταιριαστή δεν έχει γνώμη
μ' αυτό η κακούργα τόνομα για τα παιδιά της.
Μα και πώς πάλι να παραδεχθώ πως είναι
του Ορέστη δώρο τακριβό στολίδι τούτο,
του φίλτατού μας; κι αχ, με τυραγνά η ελπίδα,
αλλοίμονο!
δεν ήταν νάχε μίλημα και κρίσι ανθρώπου
να μη στεκόμουν δίγνωμη στο ναι και στ' όχι,
μα ή να μπορούσα μια καλή να την πετάξω
αν είτανε κομμένη από κεφάλι εχθρού μας,
ή αν ήταν πάλι από δικό, να κλαίη μαζί μου
στόλισμα και τιμή σ' αυτό το μνήμα επάνω.
Μα εσείς θεοί, που ξέρετε, μάρτυρες νάστε
μέσα σε ποιους χειμώνες, σα θαλασσομάχοι,
παραδέρνουμ' εμείς! μα αν είναι να σωθούμε
τρανά θεμέλια από μικρή αφορμή στεριώνουν.
Μα νά και πατησιές, δεύτερο αυτό σημάδι,
γιατί είναι χνάρια δυο ποδιών στη γης γραμμένα
του ίδιου εκείνου αυτά και κάποιου σύντροφού του,
μετρώ και βρίσκω πως οι φτέρνες κ' οι πατούσες
με των δικώ μου συμφωνούν ποδιών το μέτρος·
ω πόνος που με παίρνει και του νου μου αντράλα!
Γνώριζε στους θεούς των ευχών σου το τέλος
κ'