των εις τον δυστυχή τον λαόν.
Ηξεύρω καλά ότι δεν είμεθα όμοιοι ουδέ δυνάμεθα να είμεθα· αλλά διισχυρίζομαι ότι όποιος πιστεύει ότι έχει ανάγκην να μείνη μακράν του λεγομένου όχλου διά να διατηρήση την υπόληψίν του, είναι όχι ολιγώτερον ψεκτός του δειλού που κρύβεται από τον εχθρόν του, διότι φοβείται μήπως καταβληθή.
Τώρα τελευταία ήλθα στη βρύση και ηύρα μίαν νεάνιδα υπηρέτριαν ήτις είχε βάλει το σταμνί της εις το τελευταίον σκαλοπάτι και εκύτταζε τριγύρω μήπως ήρχετο καμμία φιλενάδα της διά να την βοηθήση να το βάλη στο κεφάλι της. Κατέβην, και την εκύτταξα κατάματα. Να σε βοηθήσω, κορίτσι μου! της είπα. – Αυτή κατακοκκίνησε. Κύριέ μου, είπεν, ευχαρίστως! Ετοίμασε το στεφάνι της, και εγώ την εβοήθησα. Με ευχαρίστησε και ανέβη.
17 Μαΐου.
Έκαμα διαφόρους γνωριμίας, συντροφιά δεν ηύρα ακόμη καμμίαν. Δεν εξεύρω τι ελκυστικόν έχω διά τους ανθρώπους· με αγαπούν τόσοι απ' αυτούς και προσκολλώνται εις εμέ, και τότε λυπούμαι, όταν ο δρόμος μας μόνον επί μικρόν διάστημα είναι μαζί. Αν ερωτάς πώς είναι εδώ οι άνθρωποι, πρέπει να σου απαντήσω: καθώς παντού! Τι μονότονον πράγμα που είναι το ανθρώπινον γένος. Οι περισσότεροι δαπανούν το πλείστον του χρόνου διά να ζουν, το δε ελάχιστον της ελευθερίας, που τους περισσεύει, τόσον τους στενοχωρεί, ώστε παν μέσον επιζητούν διά ν' απαλλαγούν αυτού. Ω περιορισμέ του ανθρώπου!
Αλλ' όμως είναι άνθρωποι καλής φύσεως! Αν κάποτε λησμονήσω τον εαυτόν μου, αν ενίοτε χαρώ μαζί τους τας ευθυμίας που ακόμη μένουν εις τους ανθρώπους να αστειεύωνται όταν κάθωνται σε πλούσια στρωμένο τραπέζι με όλην την απλότητα και αφέλειαν να κάμνουν κανένα περίπατον εφ' αμάξης, κανένα χορόν εις την ώραν του και τα παρόμοια, τούτο έχει καλλίστην επίδρασιν εις εμέ· μόνον δεν πρέπει τότε να ενθυμηθώ ότι και πάμπολλαι άλλαι δυνάμεις μέσα μου ηρεμούν, που μη χρησιμοποιούμεναι όλαι σήπονται, και τας οποίας επιμελώς πρέπει ν' αποκρύψω. Αχ! αυτό στενοχωρεί όλην μου την καρδίαν. – Και όμως, το να παρανοούμεθα είναι η τύχη όλων μας.
Αχ! πού εχάθη η φίλη της νεότητας μου! αχ! πού την εγνώρισα ποτέ! – θα έλεγα είσαι μωρός· ζητείς ό,τι δεν ευρίσκεται εδώ κάτω. Αλλά την είχα· αισθάνθηκα την καρδίαν, την μεγάλην ψυχήν, που εμπρός της εφαινόμην ότι είμαι πλέον ή ό,τι ήμουν, διότι ήμουν ό,τι ηδυνάμην να είμαι. Θεέ μου, έμενε τότε άχρηστος μία μόνη δύναμις της ψυχής μου; δεν ηδυνάμην ν' αποκαλύψω ενώπιόν της όλον το θαυμάσιον αίσθημα, με το οποίον η καρδία μου περιβάλλει την φύσιν; Δεν ήτο η συναναστροφή μας αιωνία συμπλοκή των λεπτοτάτων αισθημάτων, των οξυτέρων αστεϊσμών, των οποίων όλαι αι βαθμίδες και μέχρι της αταξίας ακόμη έφεραν την σφραγίδα της ευφυίας; Και τώρα! Αχ τα χρόνια της, τα οποία είχε παραπάνω, την ωδήγησαν προτήτερα από εμέ εις τον τάφον. Ποτέ δεν θα την λησμονήσω, ποτέ δεν θα λησμονήσω την ευστάθειαν και την θείαν της υπομονήν.
Πρό τινων ημερών συνήντα νέον τινά Φ… ελεύθερον νέον έχοντα πολύ ευτυχή την φυσιογνωμίαν. Προ ολίγου απεφοίτησεν από τας Ακαδημίας· δεν νομίζει μεν τον εαυτόν του σοφόν, αλλά πιστεύει ότι γνωρίζει περισσότερα