Johann Wolfgang von Goethe

Βέρθερος


Скачать книгу

ονείρων περαιτέρω εις τον κόσμον.

      Ότι τα παιδιά δεν ηξεύρουν διατί θέλουν τι, περί τούτου όλοι οι γραμματισμένοι διδάσκαλοι και παιδαγωγοί συμφωνούν· ότι δε επίσης και οι ηλικιωμένοι, σαν τα παιδιά, τρικλίζουν επάνω εις την γην αυτήν και, ως εκείνα, δεν ηξεύρουν πόθεν έρχονται και πού πηγαίνουν, ουδέ με αληθινήν σκοπιμότητα ενεργούν, και ομοίως διοικούνται με παξιμάδια και γλυκίσματα και βέργες, τούτο κανείς δεν θέλει να πιστεύση· μου φαίνεται όμως φανερόν και δι' ένα τυφλόν ακόμη.

      Σου ομολογώ ευχαρίστως, διότι ηξεύρω τι θα μου αντέλεγες προς ταύτα: ότι εκείνοι είναι ευτυχέστατοι που σαν τα παιδιά ζουν αλύγιστοι, περιφέρουν τας κούκλας των, τας εκδύουν και ενδύουν, και μετά πολλού σεβασμού τριγυρίζουν το συρτάρι, όπου η μαμά έχει κλεισμένα παξιμάδια, και όταν τέλος αρπάξουν εκείνο που θέλουν, το τρώγουν με λαιμαργίαν και φωνάζουν: και άλλο. Αυτά είναι ευτυχή πλάσματα. Και εκείνοι περνούν καλά που δίδουν εις τας χυδαίας των ασχολίας ή και εις τα πάθη των μεγαλοπρεπείς τίτλους, και τα περνούν εις λογαριασμόν του ανθρωπίνου γένους ως γιγάντια έργα προς σωτηρίαν και ευδαιμονίαν αυτού. Ευτυχής εκείνος που δύναται να είναι τοιούτος! Όποιος όμως εις την ταπεινότητά του αναγνωρίζει πού όλ' αυτά καταλήγουν, όποιος βλέπει πόσον ευπρεπώς κάθε πολίτης ευτυχών ηξεύρει να καλλωπίζη τον κήπον του ωσάν παράδεισον, και πόσον αδιάκοπα ο δυστυχής ασθμαίνων υπό το φορτίον εξακολουθεί τον δρόμον του, και ότι όλοι την αυτήν πλεονεξίαν δεικνύουν να ιδούν το φως του ηλίου τούτου δι' έν ακόμη λεπτόν περισσότερον, ναι, εκείνος σιωπά, και σχηματίζει και αυτός τον κόσμον του από τον εαυτόν του, και είναι επίσης ευτυχής, διότι είναι άνθρωπος. Και τότε, όσον και αν είναι περιορισμένος διατηρεί πάντα εις την καρδίαν το γλυκύ αίσθημα της ελευθερίας και το ότι δύναται ν' αφήση αυτήν την φυλακήν, όταν θέλη.

      26 Μαΐου.

      Γνωρίζεις προ πολλού τον τρόπον μου, του να ακουμπώ εις κανένα ευχάριστον μέρος να κάμνω τη μικρή μου φωληά, και εκεί με όλον τον περιορισμόν να περνώ. Τοιουτοτρόπως και εδώ ευρήκα πάλιν μίαν γωνίαν, που με εμάγευσε.

      Μίαν ώραν σχεδόν μακράν της πόλεως κείται έν χωρίον που ονομάζεται Βαλάιμ1. Η τοποθεσία του επί λόφου είναι γραφικωτάτη, και όταν από το άνωθεν μονοπάτι εξέρχεται κανείς από το χωριό, επιβλέπει διά μιας όλην την κοιλάδα. Μία καλή ξενοδόχος, χαρίεσσα και πρόθυμος διά την ηλικίαν της, δίδει κρασί, ζύθον, καφέ· και το καλύτερον από όλα δύο φιλύραι, που διά των απλωμένων κλώνων των καλύπτουν την μικράν προ της εκκλησίας πλατείαν, η οποία γύρω περικλείεται δι' οικιών, σιταποθηκών και καλυβών. Τόσον προσφιλή, τόσον οικείον δεν ηύρα εύκολα άλλον τόπον και εκεί διατάσσω και μου φέρουν από το ξενοδοχείον το τραπεζάκι μου και την καρέκλαν μου, πίνω τον καφέ μου εκεί και αναγινώσκω τον Όμηρόν μου. Όταν για πρώτη φοράς τυχαίως ένα απομεσήμερο ήλθα υπό τας φιλύρας, ηύρα τον τόπον ολότελα έρημον. Όλοι ήσαν εις τους αγρούς, μόνον έν παιδίον τεσσάρων περίπου χρόνων εκάθητο κατά γης και εκράτει έν άλλο παιδάκι, περίπου έξ μηνών, προ αυτού μεταξύ των ποδών του καθήμενον· και