επομένως τόσον ταχύτερα δέχονται μίαν εντύπωσιν. Εις αυτάς τας αιτίας θ' αποδώσω τους αλλοκότους μορφασμούς, εις τους οποίους είδα πολλάς κυρίας να ξεσπούν. Η πλέον φρόνιμη εκάθητο εις μίαν γωνίαν, με την ράχιν προς το παράθυρον, και εβούλωνε ταυτιά της. Μία άλλη εκάθητο γονατισμένη προ αυτής, και έκρυπτε την κεφαλήν της εις τον κόλπον της πρώτης. Μία τρίτη εισέδυσε μεταξύ των δύο, και αγκάλιαζε τις μικρές της αδελφές χύνουσα πολλά δάκρυα. Μερικαί ήθελαν ν' αναχωρήσουν· άλλαι, αι οποίαι ακόμη ολιγώτερον εγνώριζαν τι έκαμναν, δεν είχαν τόσην ετοιμότητα ώστε να περιορίσουν την θρασύτητα των νεαρών κατεργαρέων μας, οι οποίοι εφαίνοντο ασχολούμενοι εις το ν' αρπάξουν από τα χείλη των ωραίων στενοχωρουμένων τας περιφόβους προσευχάς, τας οποίας απηύθυναν προς τον ουρανόν. Μερικοί εκ των κυρίων μας είχαν καταβή διά να καπνίσουν ήσυχα· και η επίλοιπος συντροφιά δεν εναντιώθηκε, όταν η ξενοδόχος επρότεινεν την συνετήν ιδέαν να μας παραχωρήση έν δωμάτιον, το οποίον είχε παραθυρόφυλλα και παραπετάσματα. Μόλις εισήλθαμεν εκεί, ότε η Καρολίνα κατεγίνετο να σχηματίση κύκλον από Καρέκλας και αφού η συντροφιά κατά παράκλησίν της εκάθησεν, επρότεινεν ένα παιγνίδι.
Είδα πολλούς, οι οποίοι ελπίζοντες από το παιγνίδι κανένα σημαντικό φιλί ετοίμαζαν προς τούτο τα χείλη των και ελύγιζαν. – Θα παίξωμεν το μέτρημα, είπε. Προσέχετε λοιπόν. Εγώ θα γυρίζω γύρω γύρω από τα δεξιά προς τα αριστερά, και έτσι θα μετράτε και σεις γύρω γύρω, καθένας τον αριθμόν που του πέφτει, και αυτό πρέπει να γείνη σαν αστραπή, και οποίος αργήση ή κάμη λάθος, θα φάη ένα μπατσο και ούτω καθεξής, ως το χίλια. – Ήτο θελκτικόν να το βλέπη κανείς. Εγύριζε γύρω γύρω με τον βραχίονα εκτεταμένον. Ένα, άρχισεν ο πρώτος, δύο ο δεύτερος, τρία ο ακόλουθος και ούτω καθεξής. Τότε άρχισε να γυρίζη γληγορώτερα, και ολονέν γληγορώτερα· ελάθευσε ένας, πατσ! ένα ράπισμα, και επάνω στα γέλια λαθεύει και ο ακόλουθος, άλλο πατσ! και ολονέν γληγορώτερα. Εγώ αυτός έλαβα δύο ραπίσματα, και με εγκάρδιαν ευχαρίστησιν παρετήρησα ότι ήσαν ισχυρότερα παρ' όσον εσυνήθιζε να τα δίδη εις τους άλλους. Γενικό γέλοιο και θόρυβος ετελείωσε το παιγνίδι, πριν μετρηθή ακόμη το χίλια. Οι πλέον σχετικοί ετράβηξαν ο ένας τον άλλον κατά μέρος, η καταιγίς επέρασε, εγώ δε ακολούθησα την Καρολίναν εις την αίθουσαν. Κατά την πορείαν μου είπε: τα ραπίσματα τους έκαμαν να λησμονήσουν την κακοκαιρίαν και τα πάντα! – Δεν ηδυνήθην να της αποκριθώ τίποτε. – Ήμουν επρόσθεσε, μία από τας μάλλον δειλάς, και ενώ υποκρινόμουν την θαρραλέαν, διά να ενθαρρύνω τας άλλας, έγεινα θαρραλέα. – Επήγαμεν εις το παράθυρον. Εβροντούσε πέρα μακράν, και λαμπρά βροχή έπιπτε θορυβωδώς επάνω εις την γην, και η πλέον τερπνή ευωδία με όλο το μέστωμα θερμής ατμοσφαίρας ανέβαινεν έως εμάς. Η Καρολίνα εστέκετο στηριγμένη εις τον αγκώνα της· το βλέμμα της διεπέρα την χώραν, έβλεπε προς τον ουρανόν και προς εμέ, είδα τα μάτια της γεμάτα από δάκρυα, έβαλε το χέρι της επάνω στο δικό μου και είπε: Κλοπστόκ! Εθυμήθηκα παρευθύς την λαμπράν ωδήν που είχεν εις τον νουν της, και εβυθίσθην εις τον χείμαρρον των αισθημάτων, τον οποίον