του Ιορδάνου, – «προσευχόμενος», όπως τόσον χαρακτηριστικώς προσθέτει ο Λουκάς, – και τότε εδόθη άνωθεν το σημείον ότι αυτός ήτο «ο μέλλων να έλθη». Από τους σχισθέντας ουρανούς το Πνεύμα το Άγιον κατέβη εν είδει ακτινοβόλου περιστεράς και επτερύγισεν υπέρ την κεφαλήν του και φωνή εγένετο λαλούσα εις τα ώτα του Βαπτιστού.
– «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
Ο Πειρασμός
«Μετά των θηρίων». – Τεσσαράκοντα ημέραι. – Η στιγμή της εξαντλήσεως. – Ο πρώτος πειρασμός. – Η πονηρία του. – «Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος». – Αι προτάσεις του πειρασμού. – Το πτερύγιον του Ναού. – Ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ – Η νίκη.
«Τότε ο Ιησούς ανήχθη εις την έρημον». Το ανθρώπινον πνεύμα του ήτο πλήρες ισχυρών συγκινήσεων, και εζήτησε την απομόνωσιν και ηθέλησε να μείνη μόνος με τον Θεόν και να βυθισθή άπαξ έτι εις λογισμούς διά το μέγα έργον του! Από τα ύδατα του Ιορδάνου ήχθη, – και κατά την ζωηροτέραν και γραφικωτέραν έκφρασιν του Μάρκου, «εξεβλήθη, – υπό του Πνεύματος εις την Έρημον. «Ήχθη, – λέγει ο Ιερεμίας Ταίυλορ, – υπό του Αγαθού Πνεύματος, όπως πειραχθή υπό του Κακού Πνεύματος». Είχε περιβληθή τώρα την πανοπλίαν του όχι διά να καθίση και αναπαυθή, αλλά διά να παλαίση τον αγώνα τον δεινόν.
Μία παράδοσις, χρονολογουμένη από της εποχής των Σταυροφοριών, θέτει την σκηνήν του πειρασμού εις ένα όρος ουχί μακράν της Ιεριχούς, όπερ ωνομάσθη εκ τούτου «Τεσσαρακοντάς.» Γυμνόν και άνυδρον ως όρος κατηραμένον, ορθούται αποτόμως εν τω μέσω αυχμηράς και ερήμου πεδιάδος, και δεσπόζει των νεκρών και ασφαλτούχων υδάτων της Σοδομιτικής Θαλάσσης, εις εκπλήσσουσαν αντίθεσιν προς την μειδιώσαν γλυκύτητα του Όρους των Μακάρων και προς το διαυγές κρύσταλλον της Λίμνης της Γεννησαρέτ. Η φαντασία είδεν εις εκείνο το όρος κατάλληλον καταφύγιον των κακών πνευμάτων, ένα μέρος όπου, κατά την γλώσσαν των προφητών, εμφωλεύουν αι γλαύκες και χορεύουν οι σάτυροι.
Και ενταύθα ο Ιησούς, σύμφωνα με εκείνην την γραφικήν και κατανύσσουσαν έκφρασιν του δευτέρου Ευαγγελιστού, «ην μετά των θηρίων». Δεν τον επείραζον ταύτα. «Επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα». Ούτω είχε λαλήσει άλλοτε η φωνή της παλαιάς επαγγελίας· και εν τω Χριστώ όπως εις πολλά εκ των τέκνων του, η προφητεία εξεπληρώθη. Εκείνοι των οποίων η δειλή πίστις καταπτοείται προ του θαυμαστού, δεν έχουν αφορμήν ν' ανησυχούν ενταύθα. Δεν είναι φυσικόν να το προσβάλλουν τα θηρία αγρίως τον άνθρωπον, όστις είναι ο φυσικός αυτών δεσπότης, ουδέ το να φεύγουν τρομαγμένα προ αυτού. Ένας ποιητής έψαλλε μίαν τροπικήν νήσον «όπου η ζωή ήτο τόσον αγρία, ώστε ήτο ήμερος». Η μανία ή ο τρόμος των θηρίων αν και διαιωνισθείς διά του κληρονομικού ενστίκτου, ήρχισε το πρώτον ένεκα της σκληράς επιθέσεως του ανθρώπου· και αφθονούν τα ιστορικά παραδείγματα κατά τα οποία η αγριότης ενικήθη από την πραότητα, το μεγαλείον, την ευγένειαν του ανθρώπου. Δεν υπάρχει αναλόγου βαρύτητος λόγος όπως αποκρούσωμεν την κοινήν πεποίθησιν των πρώτων αιώνων, ότι