– μεταπίπτουν ενίοτε από της υπερηφανείας εις τον πόθον και από του πόθου εις την υπερηφάνειαν. Και δυνατόν ο Λουκάς να ωρμήθη εις μίαν τοιαύτην κατάταξιν των διαφόρων πειρασμών εκ της σκέψεως, ότι ο πειρασμός ο απευθυνόμενος εις την ικανοποίησιν της υπερηφανείας και της φιλοδοξίας, ήτο λεπτότερος και συνεπώς ισχυρότερος του πειρασμού της πτώσεως. Αλλ' αι λέξεις «ύπαγε οπίσω μου Σατανά», αι αναφερόμεναι υπ' αμφοτέρων των Ευαγγελιστών, το γεγονός ότι μόνος ο Ματθαίος δίδει ένα ωρισμένον ειρμόν αφηγήσεως («Τότε», «και πάλιν») και ίσως ο λόγος ότι ο αυτός Ευαγγελιστής ως είς εκ των Αποστόλων, ήκουσε πιθανώς τον ίδιον Χριστόν αφηγούμενον την σκηνήν ταύτην, – προσδίδουν μεγαλείτερον βάρος εις την κατάταξιν ην κάμνει. Περιπλέον δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν ότι ο πειρασμός ούτος είναι εντελώς αντίθετος του πρώτου. Ο Σατανάς, αποτυχών να παγιδεύση τον Ιησούν εις το αμάρτημα της δυσπιστίας, προσπαθεί να περιτυλίξη αυτόν εις το της αυτοπεποιθήσεως.
Ο Ιησούς ενίκησε τον πρώτον πειρασμόν διά της εκφράσεως απολύτου εμπιστοσύνης εις τον Θεόν. Κατανοήσας όθεν πονηρότατα την ψυχικήν διάθεσιν του Σωτήρος, ο Σατανάς εις τον επόμενον πειρασμόν, προυκάλεσεν αμέσως την απόλυτον ταύτην πεποίθησιν και εζήτησεν όπως εκδηλωθή αύτη όχι εν τη θεραπεία αμέσου τινός ανάγκης, αλλ' εν τη αποτροπή μεγάλου τινός κινδύνου. «Τότε παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις την αγίαν πόλιν και ίστησιν αυτόν επί το πτερύγιον του ιερού». Οι Ευαγγελισταί υπονοούσι βεβαίως κάποιον γνωστότατον πτερύγιον του γνωστοτάτου εκείνου κτιρίου· ίσως την στέγην της Β α σ ι λ ι κ ή ς Σ τ ο ά ς, κατά την μεσημβρινήν πλευράν του Ναού, ήτις ήτο εστραμμένη προς την κοιλάδα των Κέδρων, και ωρθούτο εις ύψος τόσον ιλιγγιώδες, ώστε, κατά τον Ιώσηπον, αν ετόλμα τις να κυττάξη κάτω, η κεφαλή του εσκοτίζετο από το αμέτρητον βάθος· ίσως το πρόστοον του Σολομώντος, την Ανατολικήν Στοάν, την οποίαν περιέγραψεν ωσαύτως ο Ιώσηπος, και από την οποίαν κατά την παράδοσιν κατεκρημνίσθη κάτω εις την αυλήν ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου.
«Ει», – ο Σατανάς μεταχειρίζεται και πάλιν την αμφιβολίαν με τον σκοπόν του να διεγείρη εις τον κόσμον το πνεύμα της υπερηφανείας, – ει υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Και ο Σατανάς επικαλείται τας Γραφάς: «Γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου, και επί χειρών αρούσί σε μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου». Τόσον βαθύς και πονηρός ήτο ο πειρασμός ούτος. Και ούτω, αφού ο Ιησούς επεκαλέσθη εις την πρώτην απάντησίν του τας Γραφάς, τας επεκαλέσθη ωσαύτως και ο διάβολος προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του. Καθόσον δεν υπήρχε τίποτε το κοινόν, ουδέν το εγωιστικόν, ουδέν το σαρκικόν εις το δεύτερον τούτο πείραγμα. Ήτο μία έκκλησις ουχί προς ικανοποίησιν φυσικών ορέξεων, αλλ' εις διεστραμμένα διανοητικά ένστικτα. Και δεν μας αποδεικνύει η ιστορία των αιρέσεων και η ιστορία των κομμάτων και των εκκλησιών, ότι χιλιάδες ανθρώπων οίτινες δεν ήθελόν ποτε διολισθήσει εις την κατωφέρειαν του κορεσμού της σαρκός, ερρίφθησαν εν τούτοις επιδεικτικώς εις ασκόπους κινδύνους και κατεκρημνίσθησαν