το δόγμα τούτο ανήκει εις τον πατέρα του Αμλέτου ως αντιπρόσωπον βαρβαρικής και προληπτικής εποχής, όπου εβασίλευεν η άλογος βία και η χειροδικία· τούτη η ιδέα έρχεται έξωθεν και φυτεύεται εις την ψυχήν του Αμλέτου, αλλά δεν ριζοβολεί αυτού μέσα, ώστε μένει πάντοτε ξένη εις την συνείδησιν του, ευρίσκει αντίστασιν εις το υψηλόν και εξευγενισμένον πνεύμα του, όπου δεν έχει θέσιν ό,τι αναιρεί το Αγαθόν και το Αληθές. Αλλά δεν δύναται ο Αμλέτος να ανεύρη τον λόγον της εσωτερικής αντιδράσεως, να διακρίνη το ψυχολογικόν αίτιον των δισταγμών του· η ιδέα της εκδικήσεως, όπως του επεβλήθη, έχει όλην την όψιν της Αληθείας, διότι προέρχεται από τον άφθαρτον κόσμον, από τον κόσμον του Αληθούς, και διότι έχει ως ερμηνευτήν την συμπαθεστέραν διά τον Αμλέτον φωνήν, την φωνήν αδικημένου πατρός· και ιδού αυτή η ιδέα μεταβάλλεται εις πεποίθησιν, εις συναίσθησιν καθήκοντος, οπού του αφαιρεί μέρος της ελευθερίας του πνεύματος του. και δεν συγχωρεί εις την διανοητικήν δύναμιν, εις την κρίσιν του, να αναλάβη την εξουσίαν της, όπως κατανοήση ελευθέρως το προκείμενον ηθικόν πρόβλημα και καταστήση φανερόν εις την συνείδησίν του τον χαρακτήρα της μελετωμένης πράξεως, ώστε να δαμάση την θυμικήν δύναμιν, η οποία κυριεύεται από φοβεράν προκατάληψιν και θέλει να αποτινάξη τον χαλινόν του Ανωτέρου Λόγου. Και συμβαίνει εις τον Αμλέτον, εις την διάρκειαν του εσωτερικού του αγώνος, να του παρουσιάζεται η Αλήθεια ως μετημφιεσμένη με τον τύπον του σοφίσματος και της ειρωνείας, όταν αμφιβάλλει περί του οράματος και φοβείται μήπως ο Πειρασμός έπλασε την υπερφυσικήν εκείνην εμφάνισιν διά να τον παρασύρη εις άδικον πράξιν, και τοιαύτη αμφιβολία, ενώ είναι πρόφασις προς αναβολήν, είναι και έμμεσος αντίληψις της εννοίας, την οποίαν ενέχει καθ' εαυτήν η φονική ανταπόδοσις· και όταν αποδίδει τους φονικούς στοχασμούς του εις τα μιάσματα του Άδου και τους εγκαταλείπει διά να μεταβή εις την μητέρα του· και όταν, εμπρός εις τον προσευχόμενον ένοχον, λεπτολογεί περί εκδικήσεως και διά να αποφύγη και πάλιν την εκτέλεσιν της πράξεως, με υπερτάτην ειρωνείαν χαρακτηρίζει την εκδίκησιν, το δόγμα του μίσους, το οποίον με αδυσώπητον λογικήν απαιτεί όχι μόνον αίμα αντί αίματος, αλλά και κόλασιν αντί κολάσεως. Και ότι αυτά τα διανοήματα, προερχόμενα από την ανωτέραν των ψυχικών δυνάμεων, μένουν πάντοτε εις κατάστασιν ενθυμημάτων και δεν μεταβάλλονται εις συλλογισμούς, τούτο ακριβώς αποτελεί την πλαστικότητα του προσώπου του Αμλέτου· εάν αυτός είχε καθαράν συνείδησιν του υψηλού λόγου, οπού τον σταματά εις το βάραθρον της φονικής ανταποδόσεως, η εσωτερική πάλη αμέσως ήθελε παύση· εάν ο Αμλέτος επρόφερε σκέψεις περί του ηθικού του προβλήματος, θα παρίστανε πρόσωπον ηθικολόγου ή φιλοσόφου, δεν θα ήταν πλάσμα ποιητικόν. Το δε ύψος του Αμλέτου συνίσταται κυρίως εις τούτο ότι, είτε ως κοινός άνθρωπος επιζητεί την εκδίκησιν, διά να εκπληρώση καθήκον, είτε ως ανώτερος άνθρωπος την αποστρέφεται, αυτός λησμονεί, εξαφανίζει την ιδίαν ατομικότητα ή απέναντι του καθήκοντος ή απέναντι του Ανωτέρου Λόγου.
Κατ' αυτήν την