πράξις! όσο βασιλέα να θανατώση
τις κ' επάνω εις τον νεκρόν του να νυμφευθή κατόπιν με τον
αδελφόν του.
αλλά ευτυχώς τούτος ο ονειδισμός γεννά εις την Γελτρούδην έκπληξιν τόσο φυσικήν ώστε γίνεται φανερόν ότι αυτή ουδέ καν γνώσιν είχε της δολοφονίας. Και ενώ νομίζει ότι τα πάντα ετελείωσαν, βλέπει αντί του πτώματος του Βασιλέως το πτώμα του γέροντος Αυλάρχου· ούτε λύπη ούτε μεταμέλεια ούτε άλλη σκέψις τον ταράττει εις εκείνην την στιγμήν· προχωρεί αμέσως εις τον ηθικόν αγώνα, τον οποίον ανέλαβε, να αποσπάση την άτυχη μητέρα του από τας βδελυράς αγκάλας του κακούργου, ο οποίος δεν απέθανε, αλλά ζη ακόμη και βασιλεύει. Με θερμόν ζήλον, με όλην την δύναμιν οπού δίδει εις τους λόγους του ο ενθουσιασμός και η πλαστικωτάτη φαντασία του, με την υπεράνθρωπον υπομονήν της αγάπης, κατορθόνει να νικήση την αρχαίαν αναισθησίαν ενός διεφθαρμένου πλάσματος, ανοίγει τους οφθαλμούς της μητρός του ώστε να βλέπουν πρώτην φοράν εις τα βάθη της καρδίας της τα ανεξάλειπτα στίγματα της κακοηθείας. Αλλά η νίκη δεν ημπορούσε να ήναι και θρίαμβος· εάν ο Αμλέτος επέτυχε να φέρη την μητέρα του εις συναίσθησιν της ηθικής πτώσεώς της, όμως δεν εδυνήθη να την κάμη να αποστραφή τον κακούργον, να φύγη από την άνομον κλίνην, να εύρη εις τον εαυτόν της μίαν ευτυχή γενναίαν ορμήν ώστε να ρίψη πέρα το χειρότερο μέρος της καρδίας της διά να ζήση καθαρώτερη με το άλλο. Όταν η Γελτρούδη, αν και ο υιός της της εδίδαξε τον τρόπον του εξαγνισμού, προφέρει την ερώτησιν· τι θα κάμω; ο Αμλέτος πείθεται πλέον ότι η ηθική της ατονία δεν έχει θεραπείαν, και τόσον απελπίζεται, ώστε διά μίαν στιγμήν πιστεύει ότι αύτη δύναται να λησμονήση την μητρικήν αγάπην και να προδώση τον υιόν της εις τον σατανικόν διαφθορέα της.
Και ενώ με φαρμακωμένην καρδίαν εγκαταλείπει τον ευγενή εκείνον αγώνα, στρέφεται πάλιν ο νους του εις το πρόβλημα της φονικής εκδικήσεως, και πολλά συντρέχουν ήδη διά να τον σπρώξουν εις το φοβερόν εκείνο σημείον. Προ μικρού έβαψε τα χέρια του εις το αίμα, κατά την προαίρεσίν του εφόνευσε τον Κλαύδιον· εις τον αθέλητον φόνον του γέροντος Αυλάρχου τού φαίνεται ότι βλέπει τον δάκτυλον της Θείας Δίκης οπού τιμωρεί την απραξίαν του και τον προστάζει να γίνη εκτελεστής των ορισμών της· του επαρουσιάσθη και πάλιν τα Πνεύμα του πατρός του και του υπενθύμισε την υποχρέωσίν του· του έγινε γνωστόν ότι ο Κλαύδιος απεφάσισε να τον στείλη εις την Αγγλίαν με τους δύο δολίους συμμαθητάς του οπού κομίζουν σφραγισμένα γράμματα, όπου αυτός υποπτεύεται ότι περιέχονται φονικαί εναντίον του διαταγαί. Ιδού πόσα εξωτερικά περιστατικά τον κατεβάζουν ήδη από τον κόσμον της σκέψεως και τον εισάγουν ανεπαισθήτως και αναγκαίως εις τον σκοτεινόν λαβύρινθον του πραγματικού. Αισθάνεται ο Αμλέτος ότι ο τυχαίος φόνος του γέροντος Αυλάρχου είναι κακόν, εις τα οποίον θα επακολουθήσουν χειρότερα, ότι αυτό είναι αρχή ολοκλήρου αιματηρού δράματος, αισθάνεται ακόμη σκοτεινώς ότι ενδέχεται αυτός να εμπλεχθή εις τρόπον ώστε να μη εξέλθη ακριμάτιστος από την πάλην· και ενώ φαίνεται