του, όλα τον αρματόνουν με θάρρος υπεράνθρωπον, διά να υπακούση εις την μυστηριώδη πρόσκλησιν και με θυσίαν της υλικής του υπάρξεως. Και όχι μόνον άφοβα ακολουθεί το Πνεύμα, αλλά και ως ίσος προς ίσον, ως αθάνατος προς αθάνατον, με θέλησιν ισχυράν, με αποφασιστικήν στάσιν, το υποχρεόνει να παύση την αόριστον εκείνην πορείαν εις το άγνωστον και απαιτεί να του εξηγήση επί τέλους τον λόγον της εμφανίσεώς του·
Πού θα με πας; ομίλει· δεν θα προχωρήσω.
Από τους λόγους του Πνεύματος ο Αμλέτος μανθάνει πράγματα ακόμη φρικτότερα απ' ό,τι είχεν αφ' εαυτού του μαντεύση· μανθάνει την κτηνώδη ασέλγειαν της μητρός του, την απιστίαν της προς τον πατέρα του, και ίσως υποπτεύεται μήπως αυτή έγινε και συνένοχος της δολοφονίας. Ο πατέρας του έπεσε θύμα αδελφοκτονίας, χωρίς να προφθάση να εξαγοράση την ψυχήν του, η οποία διά τούτο βασανίζεται εις τον άλλον κόσμον, και από τον άλλον κόσμον έρχεται διά να παρακινήση τον υιόν του να μη αφήση ατιμώρητον το έγκλημα, οπού ατίμασε τον θρόνον και εμόλυνε την βασιλικήν κλίνην της Δανίας.
Ο Αμλέτος υπακούει εις την προσταγήν του πατρός του, δέχεται την εντολήν, αποφασίζει αμέσως να χωρισθή από τα όνειρα της νεότητός του, να εγκαταλείψη όσας γνώσεις είχε θησαυρίση από την μελέτην, και από την θεωρίαν του κόσμου, να λησμονήση τα πάντα διά να αφιερωθή εις το καθήκον να εκδικήση τον πατέρα του. Η πατρική θέλησις εκίνησεν εις τα βάθη της την τρυφεράν φιλοστοργίαν του και διά μιας τον αποσπά οριστικώς από τον ιδανικόν κόσμον, όπου εζούσεν ελεύθερος έως τώρα, διά να τον υποτάξη εις την ανάγκην της ενεργείας. Η βιαία τούτη μετάβασις, ο δεύτερος τούτος σταθμός της ηθικής μεταβολής του, κλονίζει όλην την ύπαρξίν του τόσον, ώστε και αυτός φοβείται μήπως συντριβή από το βάρος της νέας αποστολής του, μήπως παραλυθή το σώμα του, μήπως σαλευθούν αι διανοητικαί του δυνάμεις και δεν προφθάση να εκτελέση την θέλησιν του πατρός του·
συ, καρδιά μου, βάστα· νεύρα μου, σεις, μη ξάφνου τώρα μου
γεράστε, στηρίξτε με σφικτά! Να μη σε λησμονήσω! ναι,
καϋμένο Πνεύμα, ενόσω η μνήμη τόπον 'ς την σαλευμένην
τούτην σφαίραν έχει ακόμη.
Υπό το κράτος της πρώτης εντυπώσεως είχεν υποσχεθή εις το Πνεύμα του πατρός του να ορμήση εις την εκδίκησίν του
με πτερά γοργότατα όσον είναι της θείας προσευχής ή της
θερμής αγάπης,
αλλ' ήδη εις το πάθος αντιτάσσεται η σκέψις· ο Αμλέτος δεν σπεύδει προς το έργον^ μόνον ορκίζεται να έχη ως προορισμόν του την παραγγελίαν του πατρός του· ό,τι κατά πρώτον και μακρόθεν του παρουσιάσθη απλούν και εύκολον, τώρα, άμα έθεσε τον πόδα εις το πρακτικόν έδαφος, του φανερόνεται σύνθετον και δύσκολον^ εις όλο το φονικόν εκείνο δράμα αυτός βλέπει την εικόνα καθολικής αποσυνθέσεως, φρίττει και αδημονεί ότι εις αυτόν έτυχεν ο βαρύτατος κλήρος της αναπλάσεως·
Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.
Διά να μελετήση το πρόβλημα, διά να εύρη τον τρόπον να το λύση, του χρειάζεται καιρός· αλλά προς τούτο απαιτείται αναγκαίως να μείνη αυτός κύριος