Уильям Шекспир

Αμλέτος


Скачать книгу

οποίον κάπως αναπαύετο η ψυχή του, αποκρούει την αγάπην του, τον εγκαταλείπει. Η ανεξήγητος τούτη διαγωγή της Οφηλίας τον εμβάλλει εις μεγάλην απορίαν· τάχα η Οφηλία δεν πιστεύει πλέον εις την αγνότητα των αισθημάτων του, και τον θεωρεί ως έναν δόλιον εραστήν, ως έναν ασυνείδητον διαφθορέα; ή μήπως η έξαφνη μεταβολή της θα εξηγηθή ως τέχνασμα υποκριτικής αγνείας, ώστε ουδέ αύτη εξαιρείται εις την γενικήν διαφθοράν του γυναικείου γένους; Από άκραν ψυχικήν ταραχήν και αδημονίαν παρασύρεται ο Αμλέτος και μεταβαίνει να ιδή την Οφηλίαν διά να διαγνώση από αυτό το πρόσωπον της, εάν είναι δυνατόν, τα ενδόμυχα της ψυχής της, διά να μάθη αν θα καταδικάση εις την περιφρόνησιν και αυτό το μόνον αντικείμενον της αγάπης του και του σεβασμού του· και αφού τίποτε δεν είδεν εις την ουρανίαν εκείνην μορφήν να δικαιολογή τους φόβους του, πείθεται ότι η άρνησίς της προέρχεται από ξένην ενέργειαν, βλέπει εις την Οφηλίαν ένα αθώον πλάσμα ριμμένον εις τον κόσμον διά να πέση και αυτό θύμα της γενικής κακίας· διά τούτο την κλαίει με τα τρία κινήματα της κεφαλής, διά τούτο εξέρχεται από τα βάθη της ψυχής του ο απελπιστικός εκείνος στεναγμός, διά τούτο, ενώ αποχωρίζεται, δεν σηκόνει από αυτήν τους οφθαλμούς του, ως να ήθελε να φυλάξη ακεραίαν, απαράλλακτον, την άσπιλον εκείνην εικόνα και να την ενταφιάση με την αγάπην του μέσα εις τα βάθη της καρδίας του.

10

      Από την μακράν απομόνωσιν, από την απόλυτον απραξίαν ο Αμλέτος προβαίνει προς την ενέργειαν επανέρχεται εις την κοινωνίαν διά να διαδραματίση εκφραστικώτερα το πλαστόν πρόσωπον, το οποίον ωσάν ενστιγματικώς εφεύρηκεν ως μέσον διά να κερδίση καιρόν. Κλεισμένος μέσα εις το κάλυμμα της παραφροσύνης ανοίγει τον ακένωτον θησαυρόν της διανοίας του διά να προφυλαχθή από την έντεχνον κατασκόπευσιν του Κλαυδίου· αλλά μέσα εις την ελαφρότητα, εις την ιδιοτροπίαν, εις τον παραλογισμόν, εις τον περίγελων, εις τον σαρκασμόν, εις την ειρωνείαν, διαφαίνεται πάντοτε η πραγματική εσωτερική του διάθεσις. Από εκείνο το βάθος προερχόμενοι πένθιμοι τόνοι ακούονται και εις αυτήν ακόμη την αλλόκοτον, τραχείαν, απρεπή και άσπλαχνον ομιλίαν του προς τον Πολώνιον, προς τον οποίον φέρεται τόσον σκληρώς διά να απομακρύνη το ταχύτερον από σιμά του έναν ποταπόν υπηρέτην και μωρόν κατάσκοπον του Βασιλέως· αλλά ο μελαγχολικός ρυθμός λαμβάνει όλην την έντασιν, όταν το γενναίον αίσθημα της νεανικής φιλίας προς τους δύο συμμαθητάς του ανοίγει την καρδίαν του και τον αναγκάζει να αποβάλη διά μίαν στιγμήν την προσποιητήν παραφροσύνην και να εικονίση με τα ζωντανότερα χρώματα την κατάστασιν μιας ψυχής, εις την οποίαν ο ενθουσιασμός διά το Ωραίον και το Αγαθόν εσβύσθη, ενέκρωσεν η πίστις εις τον υψηλόν προορισμόν του ανθρώπου, ώστε ο κόσμος δι' αυτόν είναι πνιγηρά φυλακή και η πλάσις όλη παρουσιάζεται ως άρνησις της Τάξεως, του Ωραίου και του Αγαθού. Αλλά ήδη γεννάται η ερώτησις· τι άρα γε σκέπτεται ο Αμλέτος; πώς εννοεί να εκπληρώση την φοβεράν υποχρέωσιν την οποίαν τόσον αποφασιστικώς ανέλαβε να εκδικήση τον πατέρα του, να τιμωρήση τον ένοχον; Η κατάστασίς