itle>
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
Τι κάνει τα γεννήματα καλόρεχτα, με τι άστρο
Ταιριάζει να γυρίζονται, Μαικήνα, τα χωράφια,
Και στο φτεληά να δένεται το κλήμα· ποιες φροντίδες
Καματερά και πρόβατα χρειάζονται και πόση
Πράξη θέλουν οι μέλισσες, που οικονομούν· εδώθε
θα αρχίσω το τραγούδι μου. Του κόσμου εσείς φωστήρες
Λαμπρότατοι κι' οδηγητές στον ουρανό του χρόνου,
Οπού περνά, εσύ Δήμητρα πανέμνοστη και Βάκχε,
Ανίσως με τη χάρη σας άλλαξε η γης σε αστάκι
Θρεφτάρικο το Χαονικό βαλάνι της, κι' ανίσως
Με τα σταφύλια, που ηύρατε, το κύμα του Αχελώου
Αντάμωσε· και Φαύνοι εσείς, που η δύναμή σας σκέπει
Τους δουλευτές· Φαύνοι μαζή και κορασιές Δρυάδες,
Ελάτε, εγώ τα δώρα σας ψάλλω. Κι' ω Ποσειδώνα,
Που έκρουσες με την τρίαινα τη δυνατή το βράχο,
Και πρώτη η γης σου ανάδωκε τάτι που χλημιντράει,
Και συ, που στέκεις στα δρυμά και που για σε στης Κέας
Τους λόγγους τους θρεφτάρικους λευκά δαμάλια βόσκουν
Τρακόσια· και των κοπαδιών φυλάχτορα, εσύ Πάνα,
Αν αγαπάς το Μαίναλο, καλόγνωμος φανίσου,
Αφίνοντας το πατρικό το δάσος, Τεγεαίε,
Και του Λυκαίου τα δρυμά· και της εληάς ευρέτρα,
Και συ παιδι που ανάδειξες ταγγυστρωτό τ' αλέτρι,
Και συ Σιλβάνε, που κρατείς χολό κυπαρισσάκι
Σύρριζο· κι' όλοι σας θεοί και θέαινες αντάμα,
Που ρίχνετε τ' ανάβλεμμα πρόθυμα στα χωράφια
Και νέους θρέφετε καρπούς χωρίς κανένα σπόρο
Και χύνετε πολλές βροχές για τα σπαρτά ουρανόθε·
Και τέλος και συ, Καίσαρα, που γλίγωρα θα σ' έχουν
Δεν ξέρω των αθάνατων ποιοι σύλλογοι, είτε θέλεις
Νάχεις φροντίδα για τη γης, να κυβερνάς τες χώρες,
Και σένα να παραδεχτεί της τρικυμίας αφέντη
Και των καρπών δημιουργόν η τρισμεγάλη σφαίρα,
Ζώνοντας με τη μητρική μυρτιά το μέτωπό σου·
Είτε κι αν έρθεις σα θεός του απέραντου πελάγου,
Και οι ναυτικοί τη χάρη σου μονάχα προσκυνήσουν,
Και σε λατρέψει η ακρόκοσμη Θούλα και σ' αγοράσει
Μ' όλα τα κύματα γαμπρό δικό της η Τηθύα·
Είτε και με τους όψιμους τους μήνες σμίξεις άστρο
Καινούριο, εκεί που ανάμεσα στάστρα της Ηριγόνης
Και στες χηλές, που ακολουθούν, είνε ανοιχτός ο τόπος,
(Ο φλογισμένος ο Σκορπιός μαζεύει από τα τώρα
Ο ίδιος τα βραχιόνια του και τουρανού σ' αφίνει
Περσότερο από το σωστό μοιράδι·) ότι κι' α θάσαι
(Τι βασιληά τα Τάρταρα δεν πρέπει να σ' ελπίζουν·
Μη σούρθει τόσο φοβερός πόθος να βασιλεύεις, —
Αν και θιαμάζουν οι Έλληνες τα Ηλυσιακά λιβάδια,
Κ' η Περσεφόνη αρνήθηκε τη μάννα ν' ακλουθήσει,
Που τη ζητούσε·) στρέξε εσύ τ' απόκοτο άρχισμά μου
Και δος του δρόμου εύκολο και βάδιζε μαζή μου,
Σπλαχνιστικός για τους γεωργούς τους άγνωρους της στράτας,
Και με δέησες συνείθισε να κράζεσαι από τώρα.
Με την καινούριαν άνοιξη, σα νερουλιάζει ο πάγος
Στα θολωμένα τα βουνά και με ταέρι λυώνει
Ο σάπιος σβώλος, παρευτύς ζεμένο το δαμάλι
Στο πλακωμένο τάλατρο το μουγγητό ας μου αρχίσει,
Κι' ας μου ξαστράφτει το γυννί στ' αυλάκι τροχισμένο.
Μονάχα η γης που δυο φορές ήλιο γρικά και κρύα
Στου δουλευτή ταχόρταγου τους πόθους απαντάει·
Κεινού τ' αμπάρια εσκεύρωσεν ο αμέτρητος ο θέρος.
Πριν όμως σκίσει σίδερο τ' αγνώριμο χωράφι,
Να μάθουμε τους άνεμους θα λάβουμε την έγνοια
Και τουρανού τα διάφορα συνήθεια, και στους τόπους
Τι φύτευαν οι παλαιοί και τι είνε φυσικό τους,
Και κάθε μέρος τι γεννά και τι το κάθε αρνιέται.
Εδώ προκόβουν τα σπαρτά, κ' εκεί τ' αμπέλια κάλλιο,
Κι' αλλού των δέντρων οι καρποί, και πρασινίζουν χόρτα
Απρόσταχτα. Μη δε θωρείς που οι τρυφεροί Σαβαίοι
Μας στέρνουν τα λιβάνια τους, η Ινδία το φίλντισί της,
Ο Τμώλος κρόκου αρώματα, κ' οι Χάλυβες οι ζόρκοι
Σίδερο; Και φαρμακερά καστόρχια στέρνει ο Πόντος,
Κ' η Ήπειρο των Ολυμπιακών πουλάρων της τα βάγια.
Η φύση αμέσως πρόβαλε σε διορισμένους τόπους
Τους νόμους τούτους, κ' έγραψε συνθήκες αναιώνιες,
Άμα που ο Δευκαλίωνας στον αδειανόν τον κόσμο
Τες πέτρες επρωτόριξε που γίνηκαν ανθρώποι,
Το γεννοβόλι