τα σκυλιά τους λόγγους τους μεγάλους.
Και του πλατειού του ποταμού το κύμα τώρα δέρνει
Άλλος με τον πεζόβολο και σκίζει το ως τα βάθη,
Κι' άλλος τραβά, απ' το πέλαγο το νοτερό του δίχτυ·
Το σίδερο ταλύγιστο και το ηχερό λεπίδι
Του πριονιού ήρθαν έπειτα· – τι οι πρώτοι με τες σφήνες
Το ξύλο το καλόσκιστο κομμάτιαζαν· – και τέχνες
Έπειτα εβγήκαν διάφορες. Κόπια απεικά και φτώχια,
Που σπρώχνει σ' έργατα βαρειά, κατάβαλαν τα πάντα.
Δίδαξε πρώτη τους θνητούς η Δήμητρα να σκάφτουν
Τη γης με σίδερο, άμα που κούμαρα και βαλάνια
Λιγόστεψαν στ' άγιο δρυμό κι' αρνήθηκε η Δωδώνη
Θρόφιμα. Αμέσως έσμιξαν και των σταριών οι αρρώστιες,
Κ' έτσι μελούριασμα κακό τα φλέστρα κατατρώει,
Και στα χωράφια τάχρηστο ταγκάθι αναγριτσιάζει,
Χαλά το γέννημα, τραχύ λογγάρι ξεφυτρόνει:
Η κολλητσίδα, ο κάρδωνας, και βασιλεύουν αίρες
Άτυχες κι' αγριόβρωμος μες τα σπαρτά που λάμπουν.
Για τούτο α δεν ξεκυνηγάς με τα τσαπιά το χόρτο
Αδιάκοπα, κι' αν τα πουλιά δε σκιάζεις με τους κρότους,
Κι' α με κασσάρι τες ισκιές του ανήλιαγου του τόπου
Δε λιγοστεύεις, και βροχές με τάματα δεν κράζεις,
Ώφου! του κάκου θα τηράς ξένους σωρούς μεγάλους,
Και σειώντας στα δρυμά το ιδρύ την πείνα θα πρααίνεις.
Θα ειπώ και ποια είνε τάρματα του δυνατού ξωμάχου,
Που δίχως τους ουδέ σπαρμός δε γένεται ουδέ θέρος:
Πρώτα το ξύλο το βαρύ για το ζαβό ταλέτρι,
Και το γυννί, και της θεάς, που σέβεται η Ελευσίνα,
Ταμάξια τ' αργοκίνητα, κ' οι σάνιες, κ' οι λοκάνες,
Και ταξινάρια που απεικά ζυγίζουν, χώρια κι' όλας
Του Κελεού το ύπεργο το ταπεινό και ιτιένιο.
Τα κουμαρένια τα πλεχτά, και του Ίακχου το τηρμόνι
Το μυστικό· κι' από καιρούς παρέτοιμα όλα τούτα
Θένα φυλάς προβλεφτικός, α θένα σε προσμένει
Δόξα, που να σου πρέπεται, της θεϊκιάς γεωργίας.
Ένας φτεληάς που από μικρός λυγίστηκε στο δάσος
Κυριεύεται με δύναμη πολλή γι' αλατροπόδι.
Κι' άλατρου παίρνει απόζαβην ειδή, κι' οχτώ ποδάρια
Τραβιέται ο σύρτης στο χοντρό· κολλιέται κ' η διχάλα,
Πούχει τη ράχη της διπλή και τα διπλά φτερούγια.
Πρωτοχαλιέται, για ζυγός, τανάλαφρο φλαμούρι,
Για χερολάβα, που γυρνά τες χαμηλές ροδούλες
Από τα οπίσω, το ψηλό τζιρούνι, και τα ξύλα
Τα δοκιμάζει κι' ο καπνός σ' ογνήστρες κρεμασμένα.
Πολλά διδάγματα παλαιών μπορώ να σου αναφέρω,
Α μείνεις και δε βαρεθείς ψιλοδουλιές να μάθεις:
Πρώτα με κύλιντρο τρανό θε να σιαστεί ταλώνι,
Με χέρι θ' αναγυριστεί, με λιπαρή λευκάργα
Θα πλεριωθεί, για να μη βγει χορτάρι και μη σκάσει
Εξουσιασμένο απ' τους μποχούς· τι τότες το ζημιόνουν
Χίλιες πληγές συχνώτατα το μικροστό ποντίκι
Μέσα στη γης το σπίτι στιεί και χτίζει και τ' αμπάρι,
Ή τες μονιές οι ανόμματες οι λυγαρίδες σκάφτουν·
Οι ζάμπες κι' όλας βρίσκονται μέσα στες τρύπες κι'