Virgil

Τα Γεωργικά


Скачать книгу

τους αστέρες

      Και στες ημέρες των Ριφιών και στο λαμπρό τον Όφιο,

      Όσο κι' αυτοί που πλέοντας προς την πατρίδα πάλι

      Σ' ανεμισμένα πέλαγα τον πόντο δοκιμάζουν,

      Και τα στενά τ' αστρακερά της Άβυδος διαβαίνουν.

      Σαν ίσιες κάνει η Ζυγαριά της μέρας και του ύπνου

      Τες ώρες και καταμεσίς τη σφαίρα διαμοιράζει

      Για το σκοτάδι και το φως, ανθρώποι, ξεσκολάστε

      Τα βώδια σας και σπείρετε στους κάμπους τα κριθάρια,

      Ως τη βροχή την ύστερη του ανήμερου ηλιοστάσιου.

      Κ' είνε καιρός της Δήμητρας η παπαρούνα κι' όλας,

      Και τα σπαρτά του λιναριού να σκεπαστούν με χώμα,

      Και ν' ακκουμπήσει ο δουλευτής απάνου στ' άλατρό του,

      Όσο είνε ακόμα η γης ογρή και κρέμονται τα γνέφια.

      Σπέρνουν την άνοιξη κουκκιά, και συ, τριφύλλι, τότες

      Πέφτεις στ' αυλάκια τα σαπρά· πλακόνουν κ' οι φροντίδες

      Οι χρονικές για το κεχρί, ενώ το χρόνο ανοίγει

      Με τα χρυσά του κέρατα το λαμπερό Δαμάλι,

      Κι' ο Σκύλος δυεί ξεφεύγοντας τ' αντίθετο τ' αστέρι.

      Αλλά α για θέρισμα σταριών και για μεστά ασπροσίτια

      Εργάζεσαι κ' είσαι ζηλός μονάχα για τα αστάκια,

      Τ' Άτλαντα θένα σου κρουφτούν οι αυγερεινές οι κόρες,

      Θα κατεβή το Κνωσιακό τάστρο του φλογισμένου

      Του Στεφανιού, πριν τες σπορές που πρέπουν παραδώκεις

      Στ' αυλάκι και πριν μπιστεφτείς σ' ανόρεχτο χωράφι

      Την κάθε ελπίδα της χρονιάς σπουδάζοντας. Αρχίσαν

      Πρι βασιλέψει η Μαία πολλοί, αλλά με κούφια μόνο

      Αχύρατα τους γέλασε το γέννημα που ελπίσαν.

      Αν πάλι σπείρεις λάθυρους και το φτηνό φασούλι,

      Και της Πηλουσιακής φακής δεν αψηφάς τες έγνοιες,

      Σημείο δε στέρνει σου άδηλο σαν κάθεται ο Βοώτης.

      Σπέρνε, κι' ακλούθα τους σπαρμούς, ως την καρδιά της πάχνης.

      Για τούτο κι' όλας ο λαμπρός φωστήρας κυβερνάει

      Τον κύκλο, που μοιράζεται σε μέρη μετρημένα,

      Μ' άστρα του κόσμου δώδεκα. Κατέχουν πέντε ζώνες

      Τον ουρανό· κ' η μία τους κοκκινισμένη πάντα

      Είνε απ' τον ήλιο τον αψύ και πάντα είνε καμένη

      Από τες φλόγες, και γυρνούν οι τελευταίες οι δύο,

      Πούνε δεξιά κι' αριστερά, τρογύρου της γαλάζιες,

      Και που τες πήγουν οι βροχές οι μελανές κ' οι πάγοι.

      Σ' εκείνες και στη μεσινήν ανάμεσα άλλες δύο

      Η χάρη των αθάνατων στους δόλιους τους ανθρώπους

      Έδωκε· κ' είνε από τη μια στην άλλη χαραγμένος

      Δρόμος, κ' εκεί η λοξή σειρά των σημαδιών κινιέται.

      Καθώς προς τες Ριπαίες κορφές και τη Σκυθίαν ο κόσμος

      Σηκόνεται ανηφορητός, στα νότια της Λιβύας

      Χαμηλωμένος ροβολά· για μας ταψήλου πάντα

      Είνε ένας πόλος· μα οι ψυχές κ' η μαύρη Στύγα βλέπουν

      Αυτόν πούνε αποκάτου μας. Ο δράκοντας ο μέγας

      Με λυγισιές κοδελλωτές κυλά γύρω στον έναν,

      Σαν ποταμός ανάμεσα στες δύο τες Αρκούδες:

      Αρκούδες που στον ωκεανό φοβούνται να βουτήσουν.

      Στον άλλο, λεν, ή σιγαλή βαθειά νυχτιά κυριεύει,

      Κ' η νύχτα πάντοτε απλωτή πυκνόνει τα σκοτάδια,

      Ή