μάλιστα κ' οι κορασιές που το μαλλί τη νύχτα
Γρένουν, γνωρίζουν τον καιρό τον άσκημο σα βλέπουν
Το λάδι να σπιθοβολά στον αναμμένο λύχνο
Και να μορφόνονται σαπρές καψάθρες στο φυτίλι.
Κι' απ' τη βροχή θε να μπορείς τες ξαστεριές που αρχίζουν
Και τες λιακάδες να προϊδείς κι' από σημάδια βέβαια
Να τες γνωρίζεις: επειδή των άστρων τότε η λάμψη
Δε θένα φαίνεται θαμπή· σα βγαίνει το φεγγάρι
Στην κοκκινάδα του αδερφού δε θάνε υποταγμένο·
Δε θα γυρίζουν σύγνεφα ψιλά σαν αρνοπόκια
Στόν ουρανό· και στους γιαλούς, στο χλιαρό τον ήλιο,
Δε θε ν' ανοίγει τα φτερά ταγαπημένο το όρνιο
Της Θέτιδας, και να σκορπούν δε θα θυμούνται οι χοίροι
Τάδετα τα χερόβολα με τ' άπαστρό τους στόμα.
Μα τότες πέφτουν χαμηλά τα γνέφια και στον κάμπο
Απλόνονται· και βλέποντας το κάθισμα του ήλιου,
Απ' την ψηλότερη κορφή, τουκάκου η κουκκουβάγια
Τα βραδιανά τραγούδια της αρχίζει. Ξαναφαίνει
Ο Νίσος ψηλοπέταχτος στον καθαρόν αέρα
Κ' η Σκύλλα για την πορφυρή την κόμη τιμωριέται.
Όπου κι' α σκίζει φεύγοντας εκείνη τον αιθέρα
Τον αλαφρό, νάτος ο οχτρός, ο φοβερός ο Νίσος,
Με σαλαγή την κυνηγά μεγάλη μες τες αύρες·
Κ' εκεί που ο Νίσος χύνεται στες αύρες, φεύγει εκείνη
Γοργά και σκίζει το φτερό τον αλαφρόν αιθέρα.
Τότες τρεις τέσσερις φορές από το στενεμένο
Λαρούγγι τους οι κόρακες φωνές καθάριες βγάζουν,
Και στες ψηλές τους τες μονιές, δεν ξέρω για ποια γλύκα,
Καλόρεχτοι περσότερο παρά όσο συνειθίζουν
Μέσα στα φύλλα αλλήλως τους συχνά κάνουν αντάρες,
Και ξαναβλέπουν με χαρές, σαν παύουν οι βροχάδες,
Τανήλικα τα τέκνα τους και τη γλυκειά φωλιά τους.
Και δεν πιστεύω αληθινά πώς θεϊκιά έχουν φύση,
Ή γνώση των μελλάμενων περσότερη, μα βέβαια.
Σαν οι φουρτούνες κ' οι άστατες νοτιές το δρόμο αλλάξουν
Κι' όταν ο Δίας ο βροχερνός πυκνώσει με τους Νότους
Όσα ήταν λίγο πριν αρηά και ξαναρηώσει όσα ήταν
Πυκνά, τα είδη των ορμών αλλάζουν και στα στήθια
Τώρα άλλα ακούν κουνήματα, κι' άλλα σαν οι ανέμοι
Τα γνέφια έφερναν. Των πουλιών εδώθε οι τραγουδίες
Στους κάμπους, και τα γελαστά κοπάδια, κ' οι κοράκοι
Που σκούζουν με το λάρυγγα κι' από χαρά αλαλάζουν.
Μα κι' αν τηράς το γλίγωρον τον ήλιο ή τα φεγγάρια,
Που ξακλουθιώνται ταχτικά, δε θένα σε γελάει
Καμία φορά το αντίμερο και δε θα σε ξαφνίσουν
Οι δόλοι ξάστερης νυχτός. Ανίσως το φεγγάρι,
Σα συμμαζεύει στην αρχή τες στιες που ξαναγέρνουν,
Μαύρον αέρα περικλεί στάφεγγα κέρατά του,
Βροχάδες για το πέλαγο και για τους δουλευτάδες
Μεγάλες ετοιμάζονται. Μα ανίσως κοκκινάδες
Του χύνονται στο πρόσωπο παρθενικές, αέρας
Θε νάρθει. Η Φοίβη πάντα της μ' αέρες κοκκινίζει.
Αν το εναντίο την τέταρτην ημέρα (γιατί αυτή είνε
Η θετικώτερη πηγή) στον ουρανό διαβαίνει
Καθάριο και