σου, και της εληάς, που αξαίνει οκνά, το σόι.
Έλα, ω Ληναίε πατέρα, εδώ – εδώ πούνε τα πάντα
Γιομάτα από χαρίσματα δικά σου, που για σένα
Ο κάμπος, το χινόπωρο σταφύλια φορτωμένος,
Ανθεί, κι' αφρίζει στους ληνούς τους ξέχειλους ο τρύγος —
Έλα, ω Ληναίε πατέρα, εδώ, στο νέον το μούστο βούτα
Μαζή μου τα γυμνά μηριά σα βγάλεις τους κοθόρνους.
Το πρώτο απ' όλα: στον πλασμό των δέντρων είνε η Φύση
Πολύτροπη· τι μερικά, χωρίς να τα αναγκάζει
Κανένας, από λόγου τους γεννιώνται, και τους κάμπους
Σκεπάζουν και τα φειδωτά ποτάμια· σα να ειπούμε:
Οι τρυφερές οι παλιουριές, τα λιγερά τα σπάρτα,
Οι λεύκες, κ' οι ασπρογάλανες ιτιές, που οι φυλλωσιές τους
Λαλούν. Και πάλι μερικά σαν πέσει σπόρος χάμου
Φυτρόνουν· όπως οι ψηλές οι καστανιές κι' ο πρίνος,
Που για το Δία των ρουμανιών φυλλομανά μεγάλος,
Ή και τα δέντρα που οι Γραικοί στοχάζονται μαντεία·
Κι' άλλα, καθώς οι κερασιές ή κι' ο φτεληάς, λογγάρι
Πετούν από τη ρίζα τους πυκνότατο· στον ίσκιο
Τον απλωτό της μάννας της τραναίνει η δαφνοπούλα.
Έδωκε η φύση στην αρχή τους τρόπους τούτους μόνο
Και πρασινίζει μ' αυτουνούς κάθε λογής ρουμάνι,
Κάθε λογής χαμόδεντρο και ταγιασμένα δάσα.
Είνε άλλοι που στο δρόμο της τους βρήκε η ίδια η πράξη:
Ο ένας φυτά από ταπαλό το σώμα των μαννάδων
Ξεσκλίζει και ποθόνει τα σ' αυλάκια· μες στο χώμα
Ο άλλος μπήγει τους κορμούς, ή και τεταρτιασμένα
Παλούκια, κι' από μυτερό σκληρόξυλο πασσάλους.
Καμπόσα δέντρα καρτερούν στον τόπο τους να κάμουν
Ζωντανεμένες φυταλιές, και των καταβολάδων
Οι ζαβωσιές με χώματα να πλακωθούν· καμπόσα
Τες ρίζες δε χρειάζονται, και ξέγνοιαστα ο κλαδούχος
Πάλι στη γης τα ξέκλωνα μπιστεύεται· και ρίζα —
Ω το παράξενο άκουσμα – ληίτσινη ξεπετάζει,
Όταν σκιστεί ο κουρούπαλος, τ' απόξερο το ξύλο.
Και θένα ιδούμε το συχνό τους κλάδους ενού δέντρου
Αζήμιωτα να γένονται κλαριά αλλουνού, να βγαίνουν
Στες αλλαγμένες αχλαδιές τα κεντρωμένα μήλα,
Και στες κρανιές τες γουλιερές δαμάσκηνα να ωρμάζουν.
Εμπρός λοιπόν, ω δουλευτές, τα οργώματα, που πρέπουν,
Μαθαίνετε κατά σειρά και τους καρπούς τους άγριους
Μερώστε τους με τη δουλειά· τόποι ας μη μένουν χέρσοι.
Καλό είνε να φυτεύεται στον Ίσμαρον ο Βάκχος,
Και να ντυθεί με τες εληές ο Τάβυρνος ο μέγας.
Κ' έλα κ' εσύ, ω στολίδι μου, συ που δικαίως είσαι
Το πλιο μεγάλο μερτικό της δόξας μου, Μαικήνα,
Κυβέρνησέ με στ' ανοιχτό το πέλαγο πετώντας,
Κ' εσύ μαζή μου σύντρεχε τους αρχισμένους κόπους.
Στους στίχους μου δεν πιθυμώ τα πάντα ν' αγκαλιάσω,
Ούτε κι' αν είχα στόματα εκατό κ' εκατό γλώσσες
Και σιδερένια τη φωνή. Έρχου· σιμά στες πρώτες
Ακρογιαλιές αρμένιζε· κοντά μας είνε η ξέρη·
Εδώ δε θένα σε κρατώ με πλανερό τραγούδι
Και με μακρολογήματα