σα στια, μα το εναντίο,
Α με τη στια τη λαμπερή να σμίγουν και κηλίδες
Αρχίζουν, τότες θένα ιδείς τα πάντα ν' αναβράζουν
Με αέρες και με σύγνεφα. Κανείς αυτήν τη νύχτα
Να ταξιδεύω πέλαγα δε θένα με ορμηνέψει,
Ή να ξεσπάσω από τη γης του καραβιού τον κάβο.
Μα αν είνε ο δίσκος φωτεινός, σαν την ημέρα φέρνει,
Ή κρούβει εκείνην που έφερε, θα σκιάζεσαι του κάκου
Κατακλυσμούς, και θένα ιδείς τα δάσα να κινιώνται
Με τον καθάριο το βορηά. Και τέλος τι θα φέρει
Ταπόβραδο και τι ο Νοτιάς ο ογρός στο νου του βάζει,
Και πούθε ο αέρας σύγνεφα καλοκαιρίας θα φέρει,
Ο ήλιος δείχνει· ποιος τολμά τον ήλιο να πει ψεύτη;
Συχνορμηνεύει κι' όλα αυτός πως μυστικές αντάρες
Βράζουν κι' απάτες και κρουφοί πολέμοι αναφουσκόνουν.
Αυτός, κι' όταν ο Καίσαρας ετέλειωσε, τη Ρώμη
Λυπήθηκε, αφού εσκέπασε τ' αστραφτερό κεφάλι
Μ' άφεγγη σιδεροσκουριά και μ' αναιώνια νύχτα
Ο ίδιος εφοβέρισε τα βλάστημα τα χρόνια.
Κι' όμως σ' εκείνον τον καιρό κ' οι θάλασσες κ' οι ξέρες,
Και τα όρνια τα πειραχτικά κ' οι βρωμερές οι σκύλες
Επρομηνούσαν το κακό. Πόσες φορές την Αίτνα,
Που τανοιχτά καμίνια της εκυματοβολούσαν,
Τη βλέπαμε στου Κύκλωπα τους κάμπους να ξεβράζει,
Και σφαίρες φλόγας και λυωτά λιθάρια να κυλάει;
Κι' αχούς αρμάτων άκουσε στους ουρανούς ολούθε
Η Γερμανία, κ' ετάραξαν σεισμοί σπάνιοι τες Άλπες,
Κι' αγρίκησε απεικιά φωνή σταμίλητα ρουμάνια
Ο κόσμος, κ' ίσκιους έβλεπε τες νύχτες στα σκοτάδια,
Τόσο χλωμούς που εξένιζε· κ' εμίλησαν τα ζώα,
(Ω θάμασμα)· και σταματούν οι ποταμοί και χάσκει
Η γης· και μέσα στους ναούς το φίλντισι θλιμμένο
Δακρύζει και το χάλκωμα νοτεύει από τον ίδρο.
Και πλημμυρίζει ο Ηριδανός, των ποταμών ο ρήγας,
Τα δάσα στραγγουλίζοντας με μανιακή ρουφήχτρα
Και τα κοπάδια σύσταυλα παντού στους κάμπους φέρνει.
Δεν έπαψαν να φαίνονται στα σκούτουφλα τα σπλάχνα
Νευρούδια που εφοβέριζαν, δεν έπαψε να βγαίνει
Συναίμα από τα βρυσικά πηγάδια και τη νύχτα
Από τους λύκους που ούρλιαζαν ν' αντιλαλούν οι χώρες.
Άλλες φορές περσότερα βόλια δεν έχουν πέσει
Από τον ξάστερο ουρανό και δεν εφλογιστήκαν
Τόσοι κομήτες άραχνοι. Γι' αυτό ξανάειδαν πάλι
Οι Φίλιπποι ν' ανταμωθούν, αλλήλως τους ενάντια,
Όμοια φορώντας άρματα τ' ασκέρια των Ρωμαίων·
Κ' οι αθάνατοι δεν έκριναν άπρεπο να παχύνουν
Την Ημαθία δυο φορές και τανοιχτά λιβάδια
Του Αίμου με το αίμα μας. Σταλήθεια θάρθει η ώρα,
Που αναγυρίζοντας τη γης με το γυρτό το αλέτρι,
Ο ζευγουλάτης θένα βρει ξιφάρια φαγωμένα
Από τη σκουριά τη ροβή. Με τες βαρειές αξίνες
Κούφια μουριόνια θα χτυπά, και κόκκαλα τεράστια
Στανασκαμμένα μνήματα με θαμασμό θα βλέπει.
Ω πατρικοί ντόπιοι θεοί, και Ρώμυλε και Εστία
Μητέρα που τον Τίβερη φυλάς και τα Παλάτια
Της