(Εξακολουθεί)
« Να ξεφαντώσ' ο νους μου από » τοις λογισμούς μου, γιατί με βασανίζουν τα » κάλλ' οπού θωρώ.
ΟΛΟΙ. Ω, ω, ω, ω.
ΧΙΟΣ. Και κάμετέτονε καλά το γάδαρο – ω, ω, ω, εν ηξέρετεν τα ψαρτικά πα, βου, ζαζά, και ζα να γενήτεν; – (εξακολουθεί) θωρώ μια περιστέρα, κι' επότιζεν τα δένδρη, απέ το κρυό νερό, – ωχού τζάτζα μου κουζουλάθηκα!
ΟΛΟΙ. Ω ω, ω, ω, ω.
ΧΙΟΣ. Πήτεν τώρη κι' άλλος – (προς τον Ανατολίτην) ελάτεν τώρη εσείς, μισέ χαντζή, πήτεν πλια (μεγαλοφώνως), πήτεν – πήτεν —
ΑΝΑΤ. Σώπα να διούμε, άι ντελί ζιρζόπ 41 ντικό μου αράδα είναι; χάιδε ας πω πλια. (τραγωδεί).
» Τε ν' αρχηνήσω α ντουτούμ 42. » να σε παινέσω α κουζούμ 43. » ντουτούμ όσον κρατ' ο σεβτάς 44. » το ντούλο σου μην το ιξεχνάς.
(προς τους άλλους) τραβούντι, τραβούντι, ιστέ αυτό είναι – ντε είναι καλόν; ηξέρω κ' άλλα ακόμα, άμα φωνή μου πιάστικε – βήχα έχω πολύ – απόψι ούλη νύκτα γκούχου, γκούχου το πήγαινα – μεγάλος άστρος βγήκε, εγώ ακόμα έβηχα, κατόλου μάτι μου ντεν ισφάλιζα – γιόξαμ 45 έλεα τραβούντια οπού ούλοι ν' απομείνεται ιξεροί απέ το μακάμι 46 ίλεμ 47 ν' άναι νύχτα, και να άχης φορτωμέναις ένα κατάρι 48 ντεβέδαις αράντα, και εσύ απάνου ς' το γκαϊτούρι να τραβουντίζης και να πηγαίνης – ωχ – (προς τον Πελοποννήσιον) έι, Μώραλη πραγματευτή – τώρα ντικό σου αράντα ήρτε, πες το τώρα.
ΠΕΛ. (τραγωδεί)
« πέντε πο, μωρ' πέντε πο, πέντε
» ποντικοί βαρβάτοι, πέντε ποντικοί βαρβάτοι, μου
» χαλάσαν το κρεββάτι, κι' άλλοι τρεις μωρ' κι'
» άλλοι τρεις, κι' άλλοι τρεις μουνουχισμένοι 49 μου
» το σιάχναν οι καϋμένοι – (προς τον Κρήτα) έλα. Κρητικέ, πέσε και συ τώρα ένα.
ΚΡΗΣ. (τραγωδεί) « έπαρ εσύ την λύρα σου κι' εγώ τον
» ταμπουρά μου,
» ν' ακούσης ντα θε να σου πω, π' όχω μέσ' την
» καρδιά μου.
» όντας σε πρωτογάπησα, ήτανε ραμαζάνι,
» κι' εκόλλησ η αγάπη μου σα μέλη στο σαχάνι.
πούρι, πούρι, πούρι,
πούρι, έχεις κούτελο και μούρι.
(προς τους άλλους) ν' άχα δα ντεδίμ 50 και τη λύρα μου ομάδι, διαλέ τον ένα σας π' ούθελε ν' αύγη προστάς μου.
ΑΛΒ. Πω να το λες, ορέ κι' εγώ ψύχα τραγουδίαις…
(τραγωδεί).
» τρία πουλακίαις κάθουνταις το Διάκο στο ταμ-
» πούργια – τ' όνα τηράει την Ρούμελη, γιου —
» και τ' άλλο το Δερβένιαις – το τρι, μωρέ, το
» τρι, το τρίτο το καλήτεραις, ουχ – μηργιολο-
» γάει και λέει – πού είσαι γιου γιόνα, μωρέ γιό-
» να – (προς τους άλλους) πω ν' άχες ορέ ψύχα
» και το λιονκάρι να το βάργιαις – πω να το λέ-
» νε τα κρικόνια 51 να το λγέπης ορέ χαβά 52.
ΚΥΠ. Σαν τ' άπασιν όλοι ας πω κι εώ. (τραγωδεί) » γιομίντζο το γαλούνιν 53 μου καπνόν που το » πουντζίν μου λαμπρόν 54 που το φλαντζίν 55 μου – αχ μαρ- » γιώλισα!
ΑΝΑΤ. (Φωνάζει) ντι ι ι ι ι ι χάϊδε – (καθ' εαυτόν). Χιώτη είπα μέτυσε,