Demetrios Konstantinou Vyzantios

Η Βαβυλωνία ή η κατά τόπους διαφθορά της ελληνικής γλώσσης


Скачать книгу

κιωπώγλου, χωρεί ντε χωρεί εγώ τα χώσω – ά – άνοιξε ιστόμα σου λέω.

      ΛΟΓ. Ιδού.

      ΑΝΑΤ. Ιντού μιντού ντεν έχει – κατάπιε το ούλο μια βρούκα, ντε.

      ΛΟΓ. Ουχ εκών μεν, καταπιώ δε, και δη τι ποιητέον; ανακτέον των πάντων.

      ΧΙΟΣ. Καλέ σεις λογιώτατε που ξέρετεν τα λιανικά, σέν-

        » τε μέντε κουντουσέντε,

        » και των αλλωνών μισέντε»

      ξέρετεν ίντα θα πη;

      ΛΟΓ. Ου.

      ΧΙΟΣ. Ούσας κι' ο μισέ Περής αντάμα· (προς τους άλλους) κι' έ χορεύομεν άματις;

      ΠΕΛ. Να χουρέψουμε.

      ΑΝΑΤ. Άιντε ντε σηκωτήτε….

      ΟΛΟΙ. Να χουρέψουμε……(χορεύουν).

      ΧΙΟΣ. (φωνάζων) βάρτεν κρασί ς' τα ποτήργια να πγιούμενε – (πέρνει έν ποτήριον) (προς τους άλλους) πάρτεν κι' εσείς απ' ένα – αι βίβα – ς' την υγιά μας καλή για – στην υγιά της λευτεριάς.

      ΟΛΟΙ. (πέρνουν από έν ποτήριον) αι βίβα!

      ΑΝΑΤ. Σία λευτερία.

      ΠΕΛ. Εις υγείαν της, αι βιβα της – χαιράμενοι.

      ΟΛΟΙ. (κτυπώντες τα ποτήρια) αι βίβα!

      ΑΛΒ. Για το λευτεριά ορέ, ζτρου – ορέ ζτρου – (κτυπά και αυτός).

      ΣΚΗΝΗ Η'

      Ο Ανατολίτης, ο Λογιώτητος και ο Ξενοδόχος. (οι δ' άλλοι σιωπούν καθήμενοι)

      ΑΝΑΤ. (προς τον Λογιώτατον) συ για ντεν εχόρεψες καλά;

      ΛΟΓ. Ουκ έμαθον ορχείσθε.

      ΑΝΑΤ. Μάτε τώρα – σύκο ένα σου ποντάρι χτύπα άλλο σου ποντάρι, γένηκε χορός, πάει λέωντας.

      ΛΟΓ. Έα με – (προς τον Ξενοδόχον) άξον μοι νηφοκοκκόζωμον.

      ΑΝΑΤ. Ντεν τρέπεσαι εσύ κωντζά 60 μου λογιώτατο, νύμφη τέλεις; πού ν' αυρούμε τώρα νύφη για; (προς τον Ξενοδόχον) έλα, έλα, μισέ Μπαστιά, Λογιώτατο νύφη υρεύει.

      ΞΕΝ. (προς τον Λογιώτατον) καλέ σεις εν ντρεπούστενε να λέτεν πως θέτενε νύφη; και πού να σας την ευρούμεν τώρη;

      ΛΟΓ. Ουχί, αλλά νηφοκοκκόζωμον είρηκα.

      ΑΝΑ. Έι, ιστέ, νύφη κοκκόνα για; ένα ζουμί έχει παραπάνου.

      ΛΟΓ. Ουκ έγνωκες αγράμματε.

      ΑΝΑΤ. Εγώ γράμματα ντε ξέρω, αμμά, νύφη κοκκόνα καλή ντουλειά ντεν είναι – ετούτο καταλαβαίνω τι τα πη.

      ΛΟΓ. Ω αναλφάβητε άνερ!!! και δη ζωμόν, έφην, του κόκκου, ον υμείς οι βάρβαροι καφφέ καλείτε.

      ΑΝΑΤ. Καφφέ τέλεις;

      ΛΟΓ. Έγωγε.

      ΑΝΑΤ. Έγωγες να γένης – και ντε λες ετζι, μόνε λες νύφη και κοκκόνα; πολύ σασκίνι άντρωπω είσαι ατζαΐπικο 61 μπουταλά είσαι, να μη σε κακοφανή…. εγώ έτσι σασκίνι άντρωπο ντεν είδα ακόμα…. καρδιά του τέλει καφφέ, και να υρεύει κοκόνα νύφη – ακόμα να ντιούμε τι τα υρίψης, λοής κοπής ανάποντα πράγματα.

      ΣΚΗΝΗ Θ'

      (Ο Ανατολίτης καθ' εαυτόν παρατηρών τους άλλους).

      ΑΝΑΤ. Ε!!! Χιώτη μέτυσε κοιμάται, Μωραΐτη λογαριάζει – Κυπριώτη συλλογιέται – Κηρτηκό τζιμπούκι πίνει – Λογιώτατο γράφει – άμμα Αρβανίτη ντουλειά καλά ντεν πηγαίνει – να, να, – γούρλωσε μάτια του, τρίζει δόντια του, τρίβει μουστάκι του – αλλά αλέμ καυγκά τα κοπαρδίσει 62 γιατί κουρουλντίστικε πολύ 63 φοβούμαι. Αρβανίτη καυγατζή 64 άντρωπο είναι – το κάμει α!

      ΣΚΗΝΗ Ι'

      Ο Αλβανός μεθυσμένος μαλόνει με τον Κρητικόν, πυροβολεί με την πιστόλαν και τον πληγόνει πολλά ελαφρά εις τον βραχίονα.

      Αλβανός,