κιωπώγλου, χωρεί ντε χωρεί εγώ τα χώσω – ά – άνοιξε ιστόμα σου λέω.
ΛΟΓ. Ιδού.
ΑΝΑΤ. Ιντού μιντού ντεν έχει – κατάπιε το ούλο μια βρούκα, ντε.
ΛΟΓ. Ουχ εκών μεν, καταπιώ δε, και δη τι ποιητέον; ανακτέον των πάντων.
ΧΙΟΣ. Καλέ σεις λογιώτατε που ξέρετεν τα λιανικά, σέν-
» τε μέντε κουντουσέντε,
» και των αλλωνών μισέντε»
ξέρετεν ίντα θα πη;
ΛΟΓ. Ου.
ΧΙΟΣ. Ούσας κι' ο μισέ Περής αντάμα· (προς τους άλλους) κι' έ χορεύομεν άματις;
ΠΕΛ. Να χουρέψουμε.
ΑΝΑΤ. Άιντε ντε σηκωτήτε….
ΟΛΟΙ. Να χουρέψουμε……(χορεύουν).
ΧΙΟΣ. (φωνάζων) βάρτεν κρασί ς' τα ποτήργια να πγιούμενε – (πέρνει έν ποτήριον) (προς τους άλλους) πάρτεν κι' εσείς απ' ένα – αι βίβα – ς' την υγιά μας καλή για – στην υγιά της λευτεριάς.
ΟΛΟΙ. (πέρνουν από έν ποτήριον) αι βίβα!
ΑΝΑΤ. Σία λευτερία.
ΠΕΛ. Εις υγείαν της, αι βιβα της – χαιράμενοι.
ΟΛΟΙ. (κτυπώντες τα ποτήρια) αι βίβα!
ΑΛΒ. Για το λευτεριά ορέ, ζτρου – ορέ ζτρου – (κτυπά και αυτός).
ΣΚΗΝΗ Η'
Ο Ανατολίτης, ο Λογιώτητος και ο Ξενοδόχος. (οι δ' άλλοι σιωπούν καθήμενοι)
ΑΝΑΤ. (προς τον Λογιώτατον) συ για ντεν εχόρεψες καλά;
ΛΟΓ. Ουκ έμαθον ορχείσθε.
ΑΝΑΤ. Μάτε τώρα – σύκο ένα σου ποντάρι χτύπα άλλο σου ποντάρι, γένηκε χορός, πάει λέωντας.
ΛΟΓ. Έα με – (προς τον Ξενοδόχον) άξον μοι νηφοκοκκόζωμον.
ΑΝΑΤ. Ντεν τρέπεσαι εσύ κωντζά 60 μου λογιώτατο, νύμφη τέλεις; πού ν' αυρούμε τώρα νύφη για; (προς τον Ξενοδόχον) έλα, έλα, μισέ Μπαστιά, Λογιώτατο νύφη υρεύει.
ΞΕΝ. (προς τον Λογιώτατον) καλέ σεις εν ντρεπούστενε να λέτεν πως θέτενε νύφη; και πού να σας την ευρούμεν τώρη;
ΛΟΓ. Ουχί, αλλά νηφοκοκκόζωμον είρηκα.
ΑΝΑ. Έι, ιστέ, νύφη κοκκόνα για; ένα ζουμί έχει παραπάνου.
ΛΟΓ. Ουκ έγνωκες αγράμματε.
ΑΝΑΤ. Εγώ γράμματα ντε ξέρω, αμμά, νύφη κοκκόνα καλή ντουλειά ντεν είναι – ετούτο καταλαβαίνω τι τα πη.
ΛΟΓ. Ω αναλφάβητε άνερ!!! και δη ζωμόν, έφην, του κόκκου, ον υμείς οι βάρβαροι καφφέ καλείτε.
ΑΝΑΤ. Καφφέ τέλεις;
ΛΟΓ. Έγωγε.
ΑΝΑΤ. Έγωγες να γένης – και ντε λες ετζι, μόνε λες νύφη και κοκκόνα; πολύ σασκίνι άντρωπω είσαι ατζαΐπικο 61 μπουταλά είσαι, να μη σε κακοφανή…. εγώ έτσι σασκίνι άντρωπο ντεν είδα ακόμα…. καρδιά του τέλει καφφέ, και να υρεύει κοκόνα νύφη – ακόμα να ντιούμε τι τα υρίψης, λοής κοπής ανάποντα πράγματα.
ΣΚΗΝΗ Θ'
(Ο Ανατολίτης καθ' εαυτόν παρατηρών τους άλλους).
ΑΝΑΤ. Ε!!! Χιώτη μέτυσε κοιμάται, Μωραΐτη λογαριάζει – Κυπριώτη συλλογιέται – Κηρτηκό τζιμπούκι πίνει – Λογιώτατο γράφει – άμμα Αρβανίτη ντουλειά καλά ντεν πηγαίνει – να, να, – γούρλωσε μάτια του, τρίζει δόντια του, τρίβει μουστάκι του – αλλά αλέμ καυγκά τα κοπαρδίσει 62 γιατί κουρουλντίστικε πολύ 63 φοβούμαι. Αρβανίτη καυγατζή 64 άντρωπο είναι – το κάμει α!
ΣΚΗΝΗ Ι'
Ο Αλβανός μεθυσμένος μαλόνει με τον Κρητικόν, πυροβολεί με την πιστόλαν και τον πληγόνει πολλά ελαφρά εις τον βραχίονα.
Αλβανός,