ιρότητας, ενώ στο εσωτερικό, βρήκε ειδήσεις για την οικονομία και, παρακάτω, σελίδες με τοπικές ειδήσεις της περιοχής της Μπολόνια, από την πόλη ως όλη την επαρχία.
Έριξε μία ματιά και στις μικρές αγγελίες, χωρίς να βρει κάτι ενδιαφέρον.
Δίπλωσε την εφημερίδα και, κρατώντας την κάτω από το μπράτσο του, περπάτησε κατά μήκος της οδού Εμίλια, στην κατεύθυνση προς Ίμολα.
Όταν έφτασε στην είσοδο της Τράπεζας, στη διασταύρωση με την οδό Τζούσι, περίπου 100 μέτρα παρακάτω, έσπρωξε την πρώτη βαριά πόρτα με το μεταλλικό πλαίσιο, μετά τη δεύτερη και μπήκε.
Εκείνη την ώρα το πρωί, υπήρχαν ελάχιστοι πελάτες και, σε λίγη ώρα, αφότου μπήκε, κατάφερε να είναι μπροστά από το πρώτο ταμείο, που ελευθερώθηκε, από τα τρία που ήταν ανοιχτά εκείνη τη στιγμή.
«Καλημέρα», τον χαιρέτισε η υπάλληλος, «πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμη;»
«Θα ήθελα να μιλήσω με το διευθυντή, αν δεν είναι απασχολημένος».
«Όπως θέλετε. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;», ρώτησε η γυναίκα, που απέπνεε ένα φρουτώδες άρωμα, τόσο βαρύ, που καταντούσε να είναι, σχεδόν, ενοχλητικό.
«Όχι, μην ανησυχείτε. Απλά, σκεφτόμουν, πώς να επενδύσω καλύτερα και θα ήθελα να μιλήσω μαζί του ή μαζί της, σε περίπτωση που είναι γυναίκα, για να πάρω μία απόφαση».
«Γι’ αυτό, είναι διαθέσιμοι κι οι επενδυτικοί μας σύμβουλοι. Πιστεύω ότι μπορείτε να μιλήσετε, με την ησυχία σας, με κάποιον από αυτούς. Είναι όλοι τους έξυπνοι άνθρωποι. Εκτός κι αν επιθυμείτε να κάνετε μία απευθείας συζήτηση με τον διευθυντή ή έχετε συγκεκριμένους λόγους, που θέλετε να τον απασχολήσετε», εξήγησε η γυναίκα.
«Θα ήθελα να μιλήσω, απευθείας, με τον διευθυντή».
I
Εκείνη την ημέρα, ο Νταβίντε Παλιαρίνι, επέστρεφε από το γυμναστήριο, όπου περνούσε μία ή δύο ώρες, κάθε μεσημέρι της εβδομάδας, εκτός από τα Σαββατοκύριακα.
Έμενε μόνος του, σε μία πολυκατοικία στην οδό Βενέτσια, στο Σαν Λατζάρο ντι Σαβένα.
Είχε πάρει εκείνη την απόφαση, μετά από ένα χρόνο αρραβώνα κι ένα χρόνο συγκατοίκησης, με τη σύντροφό του. Είχαν συμφωνήσει από κοινού ότι δεν πήγαινε άλλο. Δεν μπορούσαν να μείνουν για πάντα μαζί γιατί, αντίθετα από ότι σκέφτονταν στην αρχή, όπως φαινόταν, δεν ήταν πραγματικά φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.
Ρυθμοί ζωής και οπτικές, που διέφεραν πάρα πολύ, όσον αφορούσε το πώς περνούσαν την ημέρα τους αλλά και τη διαχείριση των χρημάτων.
Και, τελικά, το σκέφτηκαν καλά κι αποφάσισαν να πουν αντίο κι ο καθένας να πάρει το δρόμο του.
Έφτασε μπροστά στην πόρτα του κτιρίου, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο σπίτι.
Το διαμέρισμά του ήταν στον πρώτο όροφο ενός όχι πολύ ψηλού κτιρίου, που βρισκόταν μέσα στο πράσινο ενός ιδιωτικού κήπου με φυτά και δέντρα διαφόρων ειδών και μία περίφραξη, που οριοθετούσε την ιδιοκτησία.
Τα προτερήματα ήταν, τουλάχιστον, τρία: η σκιά, που δημιουργούσαν τα δέντρα, το οποίο σήμαινε μείωση των υψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού, ένα άγγιγμα κομψότητας στην κατοικία και το γεγονός ότι, δύσκολα, μία πολυκατοικία με εσωτερικό κήπο, έλκυε τους διανομείς διαφημιστικών εντύπων.
Έχοντας ακουμπήσει κάτω τον αθλητικό σάκο που χρησιμοποιούσε στο γυμναστήριο κι ο οποίος είχε μέσα, κυρίως, μία αλλαξιά ρούχα και τα απαραίτητα για το ντους, τον άνοιξε, ετοιμάζοντάς τον για την επόμενη μέρα κι αποφάσισε να τον ελαφρύνει λίγο.
Λάτρευε τα μυθιστορήματα περιπέτειας συγγραφέων, όπως ο Κλάιβ Κάζλερ, παρόλο που μέχρι πριν λίγους μήνες, συνήθιζε να διαβάζει και θρίλερ και, γενικά, ιστορίες γεμάτες σασπένς. Αλλά, μετά το αυτοκινητιστικό δυστύχημα, στο οποίο είχε εμπλακεί, είχε αποφασίσει να τα αφήσει στην άκρη, για κάποιο χρονικό διάστημα.
Ήταν δική του υπαιτιότητα κι αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο και δεν μπορούσε να το συγχωρήσει στον εαυτό του: εκείνο το γεγονός είχε, σίγουρα, σημαδέψει την ψυχή του.
Προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να μην το σκέφτεται και συχνά το κατάφερνε αλλά, εκεί που δεν το περίμενε, η ανάμνηση επέστρεφε για να τον αρπάξει.
Αν είχε αποφύγει να πάρει εκείνο το χάπι...
Αλλά, τον είχε σαγηνεύσει το καινούργιο. Του είχαν πει: «Θα δεις πώς θα νιώσεις. Θα σε κάνει να πετάς στα αστέρια. Δοκίμασέ το: μετά θα μπορείς να το έχεις με έκπτωση».
Κι έτσι, είχε δοκιμάσει λέγοντας, ωστόσο, ότι δεν θα το ξανάκανε. Ήταν μόνο, από περιέργεια, για να καταλάβει πώς αισθανόσουν, αν δοκίμαζες αυτό το πράγμα.
Βγαίνοντας από τη ντισκοτέκ στην οποία πήγαινε συχνά- για να περάσει ένα σαββατόβραδο πέρα από τα συνηθισμένα και με την ελπίδα πως, ίσως, γνώριζε καινούργια άτομα με τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν φίλοι ή ακόμα και την αδελφή ψυχή, παρόλο που ήξερε κι ο ίδιος ότι θα χρειαζόταν χρόνος, για να χτίσει μία τέτοια σχέση- πήγε στο αυτοκίνητό του κι έβαλε μπροστά, για να γυρίσει σπίτι.
Από την ώρα που πήρε εκείνο το αναβράζον χάπι (πιες το σε ένα μικρό ποτήρι, τον είχαν συμβουλέψει), είχε περάσει τουλάχιστον μία ώρα και, όταν ο Νταβίντε βρισκόταν στον περιφερειακό της Μπολόνια με κατεύθυνση προς το σπίτι, άρχισε να νιώθει ανεβασμένος