έφτασε στη δουλειά, πάνω στο γραφείο του τον περίμεναν διάφορα σημειώματα, ορισμένα από τα οποία, τα είχε γράφει εκείνος το προηγούμενο βράδυ, για υπενθύμιση.
Τα διάβασε γρήγορα, μετά τα πέταξε στο καλάθι των αχρήστων.
«Πώς πάει, Επιθεωρητά;», τον ρώτησε ένας πράκτoρας, που περνούσε.
«Καλά, ευχαριστώ», απάντησε, ευγενικά. «Εσείς; Όλα καλά;»
«Ναι, ευχαριστώ».
«Τέλεια. Λοιπόν, σας εύχομαι να έχετε μία καλή ημέρα κι ας ελπίσουμε να είναι ήρεμη, μέχρι το βράδυ.»
«Ας το ελπίσουμε», έγνεψε ο πράκτορας, αποχωρώντας.
Λίγα λεπτά, αργότερα, ο αρχηγός του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, εμφανίστηκε στο γραφείο του Τζαμάνι, κι από το ύφος που είχε, δε φαινόταν να πρόκειται για μία τυπική επίσκεψη.
«Γεια σου, Τζαμάνι, σε χρειάζομαι», είπε, χωρίς προλόγους.
«Να προετοιμαστώ για το χειρότερο;», ρώτησε ο επιθεωρητής.
«Εύχομαι να μην είναι κάτι πολύπλοκο, μα σίγουρα, θα είναι κάτι δυσάρεστο. Δεχθήκαμε ένα τηλεφώνημα από κάποια, που είπε ότι πήγε στο σπίτι της κόρης της και τη βρήκε νεκρή».
«Θα προτιμούσα να ξεκινούσε διαφορετικά η ημέρα», είπε ο Τζαμάνι. «Υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες; Θέλω να πω, που να προέρχονται από το άτομο που κάλεσε;»
«Η κυρία είπε ότι έφτασε στο σπίτι της κόρης της κι ότι εκείνη δεν άνοιξε, παρόλο που χτύπησε πολλές φορές το κουδούνι. Έτσι, η κυρία, που φαίνεται ότι έχει κλειδιά του διαμερίσματος, γύρισε σπίτι, πήρε τα κλειδιά και , όταν άνοιξε την πόρτα, τη βρήκε πεσμένη στο πάτωμα του σαλονιού».
«Καταλαβαίνω», είπε ο Τζαμάνι και, μετά από μία σύντομη παύση, πρόσθεσε: «Γιατί θα πρέπει να είναι δολοφονία; Δε θα μπορούσε να πέθανε από φυσιολογικά αίτια; Να είχε κάποιο ατύχημα;»
«Δεν γνωρίζω», απάντησε ο αρχηγός. «Πιστεύω, ότι το καλύτερο θα ήταν να πάμε στο σημείο και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε περισσότερα, όσον αφορά αυτό το συμβάν. Η κυρία, που τηλεφώνησε, περιμένει να πάμε και της είπα να παραμείνει στη διάθεσή μας, για αρκετή ώρα».
«Σύμφωνοι», έγνεψε ο Τζαμάνι. «Τώρα, πάω να ελέγξω».
Η κοπέλα ήταν, ακόμη, στη θέση που την είχε βρει η μητέρα της, πεσμένη στο πάτωμα.
«Δεν έχω ακουμπήσει τίποτα, σας διαβεβαιώνω γι’ αυτό», είπε η κυρία- αφού της έδειξαν τo σήμα τους- για να απαλλαγεί, αμέσως, από την ευθύνη για κάτι που δεν έκανε.
«Ήσαστε πολύ καλή», της απάντησε ο Τζαμάνι. «Μπορώ να μάθω το όνομά σας;».
«Κιάρα. Κιάρα Μπαλτζάνι», συστήθηκε. «Κι αυτή είναι η κόρη μου», πρόσθεσε, δείχνοντας προς το πτώμα της κοπέλας, σαν να ήταν, ακόμη, ζωντανή.
«Καταλαβαίνω. Μπορείτε να μου πείτε το όνομα της κόρης σας, αν έχετε την καλοσύνη;»
«Μα...φυσικά, να με συγχωρείτε. Είμαι ακόμη σε κατάσταση σοκ, λόγω αυτού του συμβάντος. Τη λένε...την έλεγαν...Λουτσία Μιστρόνι».
«Σας ευχαριστώ», είπε ο Τζαμάνι και, στη συνέχεια, πρόσθεσε: «Θα μπορούσα να μάθω, για ποιο λόγο δεν διστάσατε να καλέσετε την αστυνομία; Θέλω να πω, ο θάνατος θα μπορούσε να οφείλεται σε έμφραγμα ή σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό αίτιο, σωστά;». Και απευθυνόμενος στον πράκτορα Μάρκο Φινόκι, που τον συνόδευε: «Σημειώνουμε