αρκετά ευμεγέθη, γυάλινα ποτήρια και τα σέρβιρε στους επισκέπτες της.
«Έχουμε και πάλι ανάγκη τη βοήθειά σας», έκανε την αρχή ο Επιθεωρητής, αφού ήπιε μία γουλιά.
«Πείτε μου».
«Καταφέρατε να κάνετε μία λίστα με όλα τα άτομα που γνώριζε η κόρη σας; Αναφέρομαι σε συγγενείς, γνωστούς και φίλους. Όσον αφορά το εργασιακό περιβάλλον, αρκεί να μας πείτε το όνομα της εταιρίας».
Η γυναίκα πήρε ένα φύλλο χαρτί, ξεκίνησε να γράφει και, όταν τελείωσε, οι δύο αστυνομικοί κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν αρκετή δουλειά, για να καταφέρουν να μιλήσουν με όλους, στο συντομότερο δυνατό χρόνο.
Ο Τζαμάνι πήρε το χαρτί, το δίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη του.
«Από την τελευταία φορά, που ειδωθήκαμε, σας ήρθε στο μυαλό κάτι που πιστεύετε ότι θα μας βοηθήσει στην έρευνά μας;», ρώτησε στη συνέχεια.
«Προς το παρόν, όχι, αλλά δεν το έχω ξεχάσει. Μόλις έχω κάτι για εσάς, δεν θα διστάσω να σας καλέσω».
«Σας ευχαριστούμε», είπε ο Μάρκο Φινόκι.
«Τώρα, καλύτερα να πηγαίνουμε, κυρία. Μας περιμένει η δουλειά». Αυτή τη φορά μίλησε ο Τζαμάνι.
Οι δύο αστυνομικοί σηκώθηκαν, σχεδόν ταυτόχρονα, χαιρέτησαν τη γυναίκα και βγήκαν.
Συνειδητοποίησαν πως το χαρτί, που τους έδωσε η γυναίκα, ήταν πολύ λεπτομερές: για κάθε όνομα της λίστας, διευκρινιζόταν το είδος της γνωριμίας ή της συγγένειας και, για όσους γνώριζε, είχε σημειώσει και τη διεύθυνσή τους.
Ο Τζαμάνι αποφάσισε να ξεκινήσουν με τα ονόματα, για τα οποία είχαν πλήρη στοιχεία και να άφηναν στους πράκτορες που δούλευαν στο γραφείο, τη δουλειά του να συμπληρώσουν τη λίστα με τα στοιχεία που έλειπαν.
Ο Επιθεωρητής θα ασχολούνταν με τους συγγενείς κι ο πράκτορας Φινόκι με τους φίλους.
Προτού ξεκινήσουν το δύσκολο έργο της συλλογής πληροφοριών, ξαναπέρασαν από το Τμήμα και ο Τζαμάνι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, για να βγάλει δύο φωτοτυπίες της λίστας, που είχε κάνει η γυναίκα: μία φωτοτυπία κράτησε ο πράκτορας Φινόκι, μία έδωσε στον πράκτορα, στον οποίο ανατέθηκε η αναζήτηση των στοιχείων που έλειπαν, κι ο Τζαμάνι ξανάβαλε στην τσέπη του την πρωτότυπη.
VII
Το λεωφορείο ήταν αρκετά γεμάτο, εκείνη την ώρα της ημέρας: πολλοί μαθητές πήγαιναν στο σχολείο κι έπιαναν το μεγαλύτερο μέρος των καθισμάτων. Έτσι κι αλλιώς, όμως, ο άντρας δεν είχε πρόβλημα να στέκεται, γιατί ήξερε ότι η διαδρομή που έπρεπε να κάνει ήταν αρκετά σύντομη.
Φτάνοντας στη στάση, που ήταν πλησιέστερη στον προορισμό του, κατέβηκε και περπάτησε στο πεζοδρόμιο.
Διέσχισε τον περιφερειακό δρόμο και άρχισε να προχωρά στην οδό Ματζόρε, κατευθυνόμενος προς το κέντρο της πόλης. Μετά από, περίπου, 500 μέτρα, έστριψε στα δεξιά για να βγει στην Λεωφόρο Σαν Βιτάλε και μπήκε σε ένα ανθοπωλείο, μέσα στη στοά.
«Καλημέρα σας», ξεκίνησε να μιλά, «σκέφτομαι να αγοράσω μερικά λουλούδια. Κάνετε και κατ’οίκον παραδόσεις, σωστά;»
«Φυσικά», απάντησε η κοπέλα.
«Ωραία».
«Τι λουλούδια σκεφτόσαστε να πάρετε;»
«Χρυσάνθεμα», απάντησε ο άντρας. «Μία όμορφη ανθοδέσμη από χρυσάνθεμα».
Η