Federico Betti

Ατροποσ


Скачать книгу

και με κανέναν. Ήταν μία κοπέλα με υπέροχο χαρακτήρα».

      Ο Τζαμάνι συγκατένευσε.

      «Μήπως κατά τύχη γνωρίζετε αν τώρα τελευταία της είχε συμβεί κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει την προσωπική της ζωή;»

      «Όχι. Τίποτα που να γνωρίζω».

      Μπήκε ένας πελάτης, ζήτησε ένα πακέτο τσιγάρα και, όταν εκείνος βγήκε, ο Τζαμάνι χαιρέτισε, με τη σειρά του, την κοπέλα.

      «Για την ώρα, θα έλεγα ότι αρκεί. Σας ζητώ να παραμείνετε στη διάθεσή μας και, σε περίπτωση που σας έρθει στο μυαλό κάτι το οποίο θεωρείτε σημαντικό, να μας ενημερώσετε».

      Εκείνη συγκατένευσε κι εκείνος της άφησε τον αριθμό τηλεφώνου του Αρχηγείου.

      «Μπορείτε να με ζητήσετε. Είμαι ο Επιθεωρητής Τζαμάνι».

      «Σύμφωνοι».

      Το τελευταίο άτομο επικοινωνίας που είχε δώσει η μητέρα της Λουτσία Μιστρόνι ήταν ο Φούλβιο Κοστέλο, ένας υπάλληλος του ταχυδρομείου της οδού Εμίλια, στη συνοικία Ματσίνι.

      Όταν ο Επιθεωρητής Τζαμάνι έφτασε στον προορισμό του, υπήρχε λίγος κόσμος εκεί, έτσι μπόρεσε να ρωτήσει, χωρίς κανένα πρόβλημα, ποιος ήταν υπεύθυνος για το ταχυδρομείο και, στη συνέχεια, να ζητήσει να μιλήσει για λίγο με τον υπάλληλό τους.

      Ο υπεύθυνος μίλησε για λίγο με τον άντρα, για να του εξηγήσει την κατάσταση και, στη συνέχεια, ο Φούλβιο Κοστέλο βγήκε από το γκισέ και πήγε πίσω, για να μιλήσει με τον Τζαμάνι.

      «Με συγχωρείτε για την ενόχληση. Είμαι ο Επιθεωρητής Τζαμάνι. Θα ήθελα να πούμε δύο κουβέντες, σχετικά με τη Λουτσία Μιστρόνι».

      «Θεέ μου, τι συνέβη;» ρώτησε ο άντρας, χωρίς να γνωρίζει τι είχε συμβεί τις τελευταίες ώρες.

      «Αποδήμησε εις Κύριον. Λυπάμαι που σας το λέω με αυτόν τον τρόπο. Υποθέτουμε ότι δεν πρόκειται για φυσικό θάνατο».

      Ο υπάλληλος του ταχυδρομείου έμεινε σιωπηλός για λίγο και μετά ρώτησε αν είχαν ιδέα για το ποιος μπορούσε να είναι ο ένοχος.

      «Δυστυχώς, όχι ακόμη, αλλά δουλεύουμε σκληρά για να τον βρούμε, το συντομότερο δυνατόν». «Καταλαβαίνω. Εύχομαι να γίνει γρήγορα αυτό».

      «Κι εμείς το ευχόμαστε», είπε ο Τζαμάνι. «Τώρα, θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις, αν δεν σας πειράζει».

      «Ευχαρίστως».

      «Σας ευχαριστώ. Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να ξέρω πώς γνωριστήκατε με τη Λουτσία».

      «Τυχαία, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στον Καναδά».

      «Καταλαβαίνω. Και κρατήσατε επαφή».

      Ο Κοστέλο συγκατένευσε.

      «Μιλούσατε συχνά;» ρώτησε ο Επιθεωρητής.

      «Όχι κάθε εβδομάδα, αλλά μιλούσαμε συχνά».

      «Πριν από πόσο καιρό γνωριστήκατε;»

      «Πριν από δύο χρόνια».

      «Και μπορώ να σας ρωτήσω, αν τυχόν υπήρχε κάτι παραπάνω από φιλία, μεταξύ σας;»

      «Γιατί με ρωτάτε κάτι τέτοιο;»

      «Για να λύσουμε μία υπόθεση όπως αυτή, χρειαζόμαστε πληροφορίες και τις αναζητούμε παντού».

      «Καταλαβαίνω. Όχι, λοιπόν».

      «Ωραία. Και μήπως τυχόν γνωρίζετε κάτι σχετικά με κάποιον που θα ήθελε να τη σκοτώσει; Ή κάποιο γεγονός, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία τέτοια κατάληξη;»

      «Όχι», απάντησε ο άντρας, αφού σκέφτηκε