στο Αρχηγείο της Αστυνομίας. Ο Λουίτζι Μιστρόνι, η κόρη του Λάουρα και η γυναίκα του Αντόνια Τσιπόλα, οδηγήθηκαν σε μία αίθουσα αναμονής και, όταν ο πράκτορας Φινόκι επέστρεψε απ’ έξω, ξεκίνησαν να συζητούν.
«Με συγχωρείτε που σας ενόχλησα την ώρα του δείπνου. Δεν θα αργήσουμε, ωστόσο», είπε ο πράκτορας.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε ο θείος της Λουτσία.
«Μιλάμε, σχεδόν, με όλους όσοι ήταν κοντά με την ανηψιά και ξαδέλφη σας», εξήγησε ο Μάρκο Φινόκι, απευθυνόμενος στους συγγενείς. «Σκοπεύουμε να αντλήσουμε όσο πιο πολλές πληροφορίες μπορούμε, γιατί μπορεί να μας βοηθήσουν να λύσουμε την υπόθεση».
«Εμείς είμαστε διατεθειμένοι να σας βοηθήσουμε, με αυτά τα λίγα που μπορούμε να κάνουμε».
«Σας ευχαριστούμε», είπε ο Φινόκι και μετά έκανε μία διακοπή, ρωτώντας τους όλους αν θα ήθελαν να πιουν κάτι, π.χ. νερό ή καφέ, αλλά αρνήθηκαν, λέγοντας ότι μόλις τελείωναν από εκεί, θα πήγαιναν για δείπνο».
«Σύμφωνοι. Πρώτα απ΄όλα, θα μπορούσατε να μου πείτε πώς ήταν οι σχέσεις σας με τη Λουτσία;»
Η θεία απάντησε εκ μέρους όλων: «Καλές, αν και δεν βλεπόμαστε κάθε εβδομάδα. Ξέρετε…ο καθένας είχε τις υποχρεώσεις του. Η Λουτσία ήταν πολύ απασχολημένη με τη δουλειά της και, λόγω αυτού, συνήθως είτε μιλούσαμε στο τηλέφωνο ή βλεπόμαστε στο τέλος της εβδομάδας».
Ο σύζυγος και η κόρη της συγκατένευσαν, επιβεβαιώνοντας στον πράκτορα ότι όλα όσα είπε η γυναίκα ήταν αλήθεια. Η άλλη περίπτωση ήταν, αν κάποιος από αυτούς ήταν ο ένοχος, είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους να προστατέψουν ο ένας τον άλλον».
«Πόσο καιρό είχατε να δείτε τη Λουτσία;»
«Εγώ…δύο εβδομάδες», είπε η ξαδέλφη Λάουρα. «Είχαμε πάει για βόλτα στο κέντρο της Μπολόνια, ένα μεσημέρι Σαββάτου, έτσι για να ξεσκάσουμε λίγο και γιατί μας είχε πει για τα τηλεφωνήματα που δεχόταν κι αισθανόταν την ανάγκη να είναι με κάποιον που εμπιστευόταν».
«Οπότε είχε πει και σ’εσάς για τα τηλεφωνήματα».
«Μας είχε μιλήσει γι’ αυτό σε ένα οικογενειακό γεύμα, περίπου πριν από δύο ή τρεις εβδομάδες», εξήγησε ο θείος.
«Καταλαβαίνω», συγκατένευσε ο Φινόκι. «Γνωρίζετε αν υπήρχε κάποιος, που κατά την άποψή σας, θα μπορούσε να βρίσκεται σε τέτοια ρήξη με τη Λουτσία; Ή με τον οποίο θα μπορούσε, έστω, να έχει μαλώσει;»
«Δεν μας έρχεται κάτι στο μυαλό», είπε η κυρία Τσιπόλα, αφού συζήτησαν για λίγο χαμηλόφωνα.
«Ευχαριστώ. Για την ώρα, θα έλεγα ότι αρκεί. Θα σας ζητήσω να παραμείνετε στη διάθεσή μας. Τώρα, σας αφήνω να πάτε για δείπνο».
Χαιρετήθηκαν. Λίγο αφότου οι θείοι και η ξαδέλφη της Λουτσία Μιστρόνι βγήκαν από τα Αρχηγείο της Αστυνομίας, ο πράκτορας Φινόκι ετοιμάστηκε να γυρίσει σπίτι.
X
Το επόμενο πρωί, ο αρχηγός Λούτσι ζήτησε από τον Τζαμάνι και τον Φινόκι να τον ενημερώσουν, αναφορικά με την υπόθεση της Λουτσία Μιστρόνι.
«Παίρνουμε καταθέσεις από φίλους και συγγενείς», εξήγησε ο Επιθεωρητής, «στη συνέχεια, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε και με τον εργοδότη της κοπέλας. Δεν αποκλείεται ο ένοχος να είναι και κάποιος συνάδελφός της».
«Οι συγγενείς με τους οποίους μίλησα», πρόσθεσε ο πράκτορας Φινόκι «αποκάλυψαν το ζήτημα των