Federico Betti

Ατροποσ


Скачать книгу

πράγματι, οι τρεις τους ήταν συμμαθητές στο σχολείο, τα είχαν βρει από την αρχή της σχολικής χρονιάς και διατήρησαν τη φιλία τους, ακόμη και μετά τις τελικές εξετάσεις. Ο καθένας είχε τη δική του δουλειά. Κατάφερναν, ωστόσο, να βλέπονται, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, μέσα στο Σαββατοκύριακο.

      «Μια και αναφέρατε τη δουλειά, ξέρετε να μου πείτε πού εργαζόταν η δεσποινίς Μιστρόνι; Η μητέρα της δεν μπόρεσε να μας πει με ακρίβεια».

      Του είπε το όνομα της εταιρίας και ότι δούλευε ως υπεύθυνη του γραφείου εξωτερικού μάρκετινγκ και, στη συνέχεια, πρόσθεσε: «Να με συγχωρείτε, απλά, το να μιλώ για εκείνη, τώρα, με θλίβει πάρα πολύ».

      Και άρχισε να κλαίει.

      «Σας καταλαβαίνω και, προφανώς, λυπάμαι για αυτό που συνέβη. Εμείς, ωστόσο, πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας και να βρούμε τον ένοχο».

      «Το ξέρω», είπε η κοπέλα, συγκατενεύοντας. «Ελπίζω, να τον βρείτε σύντομα».

      «Το εύχομαι».

      «Ευχαριστώ»

      «Παρακαλώ», είπε ο Τζαμάνι. «Μπορούμε να βασιζόμαστε στη βοήθειά σας, ανά πάσα στιγμή;»

      «Φυσικά».

      «Τέλεια», την ευχαρίστησε ο Επιθεωρητής. «Για την ώρα, θα έλεγα ότι αρκεί. Θα ξαναπεράσω, όταν χρειαστώ και πάλι να μιλήσω μαζί σας».

      «Θα σας περιμένω».

      Ο Τζαμάνι χαιρέτησε την κοπέλα με ένα χαμόγελο και βγήκε από το μπαρ με ζωντανή, ακόμη, την ελπίδα ότι θα βρει τη λύση στην υπόθεση.

      Του απέμενε, ακόμη, να μιλήσει με δύο φίλους της Λουτσία Μιστρόνι και, στο μεταξύ, είχε αποκτήσει ακόμη μία πληροφορία: έπρεπε, άμεσα, να επισκεφθεί και τον εργοδότη της.

      Στη διαδρομή με το αυτοκίνητο προς το γραφείο, ο Στέφανο Τζαμάνι αναρωτήθηκε πώς να πήγαινε η αναζήτηση πληροφοριών του πράκτορα Φινόκι.

      IX

      Ο πράκτορας Φινόκι είχε αναλάβει να μιλήσει με τους συγγενείς της Λουτσία Μιστρόνι.

      Η μητέρα της είχε σημειώσει μόνο τον αδελφό Άτος, έναν θείο και μία ξαδέλφη.

      Αποδείχτηκε πως όλοι είχαν ενημερωθεί για το δυστυχές γεγονός, από την κυρία Μπαλτζάνι και, όταν ο πράκτορας κατάφερε να μιλήσει με τον αδελφό, εκείνος άρχισε να κλαίει, λέγοντας ότι δεν είχε σταματήσει από την ώρα που το έμαθε.

      Έμενε μόνος στην οδό Σαν Φελίτσε, σε ένα μικρό, μα λειτουργικό, διαμέρισμα.

      «Μπορώ να σας μιλήσω για την αδελφή σας, τη Λουτσία;», ρώτησε ο Μάρκο Φινόκι, αφού συστήθηκε.

      «Φυσικά, καθίστε».

      Κάθισαν στο σαλόνι, με το φως της ημέρας που φώτιζε το χώρο, μέσα από το τζάμι του παραθύρου.

      «Πώς ήταν οι σχέσεις μεταξύ σας;», θέλησε να μάθει ο πράκτορας.

      «Άψογες, θα έλεγα, παρόλο που, τώρα τελευταία δεν βλεπόμαστε συχνά, γιατί ήμουν συνέχεια στο δρόμο, με τη δουλειά».

      «Καταλαβαίνω. Τι δουλειά κάνετε, αν επιτρέπετε;»

      «Εγκαταστάσεις αυτόματων μηχανημάτων. Συχνά, κινούμαι εκτός πόλης και κάθε φορά, είμαι μακριά από το σπίτι για, τουλάχιστον, μία εβδομάδα».

      «Θα πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά, τουλάχιστον επειδή ταξιδεύετε συχνά και βλέπετε πολλά καινούργια μέρη».

      «Έτσι θα ήταν, αν είχα λίγο περισσότερο καιρό να τα γυρίσω και όχι να είμαι κλεισμένος