Αποστολέας ήταν το Δικαστήριο της Μπολόνια.
Θέμα: Ειδοποίηση για δικαστική παράσταση.
Άνοιξε το φάκελο και έμαθε ότι, ακριβώς σε δύο εβδομάδες, στις 10, θα έπρεπε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και ότι αν δεν έβρισκε συνήγορο υπεράσπισης, θα οριζόταν κάποιος από το κράτος.
Ακούμπησε το φάκελο στο τραπεζάκι του σαλονιού και σχημάτισε τον αριθμό τηλεφώνου του έμπιστου δικηγόρου του.
«Φτάσαμε στο τέλος», είπε ο Παλιαρίνι, αφού η υπάλληλος γύρισε τη γραμμή στο γραφείο του δικηγόρου.
«Αρκεί να παραμείνουμε ψύχραιμοι και θα δείτε ότι θα τη γλυτώσουμε».
Ο δικηγόρος ήξερε, ήδη, όλα τα γεγονότα, αφού του τα είχε πει όλα ο ίδιος ο Παλιαρίνι, την επομένη του δυστυχήματος.
«Θα με καταδικάσουν», είχε πει, «δεν έχω κανένα καλό χαρτί στα χέρια μου, για να αθωωθώ».
Ο δικηγόρος και τότε είχε προσπαθήσει να ηρεμήσει τον πελάτη του, λέγοντάς του ότι είχε βρει κάτι που θα τον βοηθούσε να επιτύχει, τουλάχιστον μειωμένη ποινή, αν όχι απλή πληρωμή ενός προστίμου. Αν και είχε υπόψη ότι δεν θα ήταν ευχάριστο να συναντήσει τους γονείς του θύματος.
«Θα τα καταφέρουμε», του επανέλαβε ο δικηγόρος, «θα δείτε ότι θα τα καταφέρουμε».
Το κατάλαβε αμέσως: εκείνη η μέρα πλησίαζε κι ο Νταβίντε Παλιαρίνι ήταν πολύ προβληματισμένος, παρά τα λόγια του δικηγόρου του.
Όταν ο Παλιαρίνι κι ο δικηγόρος συναντήθηκαν στο γραφείο του τελευταίου, έκαναν καταρχάς μία νέα σύνοψη του γεγονότος.
«Είχα βγει από τη ντισκοτέκ. Όταν βρέθηκα στην οδική αρτηρία του περιφερειακού της Μπολόνια, ήμουν σε ευφορία, πάτησα τέρμα το γκάζι, χωρίς να καταλαβαίνω την ταχύτητα με την οποία πήγαινα. Φτάνοντας σε μία διασταύρωση όπου το φανάρι ήταν πράσινο, χτύπησα ένα παιδί που περνούσε τη διάβαση».
«Το άτομο εκείνο περνούσε το δρόμο, ενώ γνώριζε ότι δεν έπρεπε να το κάνει, εκείνη την ώρα. Φαντάζομαι ότι το φανάρι για τους πεζούς ήταν κόκκινο».
Ο Παλιαρίνι συγκατένευσε, ελπίζοντας να θυμάται καλά και η μνήμη του να μην είχε θολώσει από τα ναρκωτικά».
«Ορίστε, βλέπετε; Ήδη, βρήκαμε ένα στοιχείο υπέρ μας».
«Σύμφωνοι», είπε ο Παλιαρίνι, «αλλά πως θα αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι οδηγούσα ενώ είχα πάρει εκείνα τα καταραμένα τα χάπια; Ανάθεμά με, δεν θα τα έπαιρνα ποτέ, με ξεγέλασε εκείνος ο τύπος μέσα, που μου τα έδωσε. Μου είπε :‘Θα δεις ότι θα νιώσεις καλύτερα’. Και με έπεισε».
Ο δικηγόρος σκέφτηκε για λίγο.
«Το ζήτημα με τα χάπια δεν είναι υπέρ σας», είπε τελικά, «αλλά θα τα καταφέρουμε, με κάποιο τρόπο. Πρέπει να με εμπιστευτείτε».
«Ας ελπίσουμε. Και τι μπορώ να κάνω αυτές τις μέρες; Κάτι συγκεκριμένο; Εξυπηρετεί κάποια δήλωσή μου;»
«Για την ώρα, όχι. Θα τα πείτε όλα στο δικαστήριο. Προσπαθήστε να παραμείνετε ήρεμος και θα δείτε πως όλα θα λυθούν».
«Βασίζομαι στην εμπειρία σας».
«Πολύ καλά. Τώρα, γυρίστε στο σπίτι και χαλαρώστε. Θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σας με κάποιο τρόπο».
«Σας υπερευχαριστώ».
«Παρακαλώ. Η δουλειά μου είναι».
Αφού χαιρετήθηκαν, ο δικηγόρος άρχισε να σκέφτεται πώς να χειριστεί