ακόμα. Ακόμα κι αν σηκωθεί, μην τον αφήσετε να σας φιλήσει για καλημέρα».
Η Γουάν επέστρεψε μετά από δέκα λεπτά με την Ντα, η οποία καθόταν στο τραπέζι της περιμένοντας την αναπόφευκτη επίσκεψη από κάποιον από την οικογένεια του Χενγκ.
Όταν επέστρεψαν, Ο Χενγκ δεν είχε κατέβει, η Ντιν μάζεψε το γάλα κι ο Ντεν ήταν σχεδόν έτοιμος.
«Εντάξει» είπε η Ντα «Προς το παρόν, προτείνω μισό γάλα κατσίκας, μισό αίμα με μια κουταλιά του γλυκού βασιλικού, κόλιανδρο και μία πρέζα από αυτό. Καλό ανακάτεμα κι είναι έτοιμο. Δώστε του μισό λίτρο το πρωί και το υπόλοιπο πριν κοιμηθεί. Θα φτάσει για τώρα. Μην του δώσετε σκόρδο, είναι κακό για τους βρικόλακες! Πάμε να τον δούμε τώρα».
«Πριν ανέβουμε, θεία Ντα, πρέπει να σου πω ότι χθες το βράδυ καθόταν ξύπνιος στο κρεβάτι λαμπυρίζοντας σαν φάρος με το ωχρό δέρμα του και τα ροζ μάτια του με τις κόκκινες κόρες. Κι όταν μας μίλησε! Βούδα μου! Δεν έχω ακούσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Μας είπε «Καλησπέρα, οικογένεια!» με μία παράξενη βαθιά φωνή· ήταν πολύ τρομακτικό».
«Ξέχασέ το. Πάμε τώρα να τον δούμε».
Ανέβηκαν πάνω με το μιλκσέικ και μπήκαν στο δωμάτιο. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά οπότε επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Η Γουάν βγήκε πάλι έξω, πήρε ένα κερί, το άναψε με έναν αναπτήρα που κρεμόταν σε ένα σκοινί εκεί κοντά και μπήκε πάλι στον δωμάτιο ενώ η Ντα είχε πλησιάσει κοντά στο κρεβάτι που κοιμόταν ο Χενγκ.
Το φως του κεριού δεν αποκάλυψε κάτι διαφορετικό, οπότε έδεσαν την κουνουπιέρα και κάθισαν στο κρεβάτι. Η Γουάν σήκωσε τα σκεπάσματα κι εκεί κειτόταν, ξαπλωμένος, γυμνός με τα χέρια ανοιχτά σαν τον Χριστό στον Σταυρό, με μάτια ανοιχτά σαν δύο βαθείς κόκκινοι κύκλοι μέσα σε ροζ αμύγδαλα περιστοιχίζοντας μία φρικιαστική, ανέκφραστη μάσκα και δύο χείλη σαν μικρές γραμμές.
Η Γουάν κοίταξε ερωτηματικά τη Ντα που εξέταζε τον ασθενή. Έβαλε την ανάστροφη του χεριού της στο μέτωπο του και δεν εξεπλάγη που είχε κανονικά θερμοκρασία.
«Πώς είσαι σήμερα, Χενγκ;» ρώτησε η γυναίκα του.
«Πεινάω. Όχι, διψάω» είπε με λέξεις που βγήκαν από το στόμα του σαν βράχοι σε κατολίσθηση.
«Εντάξει, καλέ μου, ανακάθισε. Έχουμε ακόμα λίγο υπέροχο μιλκσέικ για σένα».
Τακτοποίησαν τα μαξιλάρια, τον έβαλαν να σηκωθεί και τον σκέπασαν με μία κουβέρτα.
«Πιες αυτό, αγάπη μου. Είναι η γεύση που σου άρεσε περισσότερο χθες».
Η Ντα έβαλε λίγο σε ένα ποτήρι μαζί με ένα καλαμάκι. Ο Χενγκ ήπιε δύο ποτήρια από το ροζ υγρό με ένα μείγμα από βότανα και ζωντάνεψε. Κάθισε καλά και κοίταξε γύρω του σαν να ήταν η πρώτη φορά.
«Σου αρέσει, Χενγκ; ρώτησε η Ντα. «Βλέπω ότι είσαι πιο ζωντανός από ο,τι όταν ήρθαμε. Νομίζεις ότι μπορείς να κατέβεις; Ο ήλιος θα σου κάνει καλό γιατί είσαι λίγο χλωμός. Δεν συνηθίζεις να μένεις μέσα, σωστά;»
Ο Χενγκ την κοίταξε σαν να μιλούσε μία ξένη γλώσσα και μετά κοίταξε τη γυναίκα του.
«Θες να πας τουαλέτα, Χενγκ; Έχουν περάσει πολλές ώρες. Πώς είσαι εκεί κάτω; Θες να πάμε τουαλέτα ή να σου φέρω έναν κουβά εδώ;»
«Ναι, καλή ιδέα. Θέλω να πάω κάτω στην τουαλέτα, αλλά πρώτα θέλω λίγο ακόμη μιλκσέικ».