θα μπορούσε να πάει κι ήλπιζε να γυρίσει για μεσημεριανό, όπως συνήθως, κι ήταν σίγουρη ότι ο Χενγκ θα έτρωγε το κατσικάκι του.
Προσπάθησε να του μιλήσει κι αφού κανείς δεν άκουγε, άρχισε τα γλυκόλογα.
«Χενγκ, αγάπη μου, ξύπνησες; Ανησύχησα για σένα. Παρακαλώ, απάντα μου αν με ακούς».
«Σε ακούω όταν είμαι ξύπνιος, αλλά με έπαιρνε ο ύπνος πού και πού, Μαντ» είπε με τη νέα του σιγανή βραχνή φωνή. «Νομίζω ότι έχασα μερικά πράγματα. Γενικά, νιώθω πολύ καλύτερα, αν και λίγο παράξενα. Ανυπομονώ για το δείπνο. Τι ώρα είναι τώρα;»
«Δώδεκα παρά τέταρτο. Θα σου κρατήσουμε θέση για το μεσημεριανό, θα ήθελες;»
«Τι θα φάμε;»
«Σαλάτα.
«Φαγητό για λαγούς!»
«Σου άρεσε η πράσινη σαλάτα, Χενγκ».
«Ναι; Δεν το φαντάζομαι και δεν το θυμάμαι».
«Τι λες για μία ομελέτα;»
«Ναι, ακούγεται υπέροχο. Μπορείς να βάλεις και λίγο μιλκσέικ;»
«Ναι, γιατί όχι. Έχω λίγο έτοιμο από αυτό που έφτιαξα για το γεύμα σου. Θα δώσω άλλη μισή ώρα στη Ντιν για να δω αν θα γυρίσει. Πρέπει να πάει στον Ντεν και να του πει να σκοτώσει ένα κατσικάκι για σένα».
Μετά το μεσημεριανό, η Ντιν πήγε μερικά μαχαίρια, μία τσάντα για το κρέας και ένα φλασκί για το αίμα στον αδερφό της για να κάνει το καθήκον του και μετά γύρισε στο χωράφι.
«Σου άρεσε η ομελέτα, έτσι, Χενγκ;»
«Ναι, ήταν πολύ υγιεινή, με πολύ κρέας και πολλές πρωτεΐνες».
Η Γουάν γυρόφερνε τον Χενγκ όλη μέρα, κόβοντας λαχανικά και φτιάχνοντας σάλτσα τσίλι, αλλά ο Χενγκ δεν είπε άλλη κουβέντα. Προφανώς έπαιρνε τον απογευματινό αναζωογονητικό του ύπνο μετά από το πρώτο του στέρεο γεύμα μετά από καιρό.
Η Ντιν ήταν η πρώτη που γύρισε αργά το απόγευμα με λαχανικά και βότανα για τις επόμενες 24 ώρες. Ο Ντεν έφτασε λίγο πιο αργά και έδωσε στη μητέρα του μία τσάντα με φρέσκο σφαγιασμένο κρέας κι ένα φλασκί με το αίμα του νεκρού κατσικιού.
«Θα πάω να το αλατίσω, εντάξει, μαμά; Το έγδαρα όπως μου έδειξε ο μπαμπάς. Θα είμαι πίσω σε είκοσι λεπτά».
«Μη βιάζεσαι, έχουμε χρόνο. Να κάνεις μπάνιο πριν έρθεις στο τραπέζι αφού έσφαξες την κατσίκα».
«Ναι, μαμά».
«Μιλκσέικ. Μυρίζω υπέροχο μιλκσέικ» αναδευόταν και μουρμούριζε ο Χενγκ.
«Ναι, Χενγκ, μιλκσέικ. Η Μαντ θα σου φτιάξει μιλκσέικ μετά, αλλά πρώτα θα περιμένουμε τη θεία για να φάμε φαγητό».
Η Γουάν ψιθύρισε στην Ντιν «Πιστεύω ότι μπορεί να μυρίσει το αίμα και το κρέας της κατσίκας από εδώ. Κοίτα πώς τινάζεται η μύτη του σαν μάγισσας; Ποιος θα πίστευε πριν μία εβδομάδα ότι θα ζούσε έτσι;»
Η Γουάν έβαλε το πλεονάζον κρέας στην κατάψυξη και απομάκρυνε το παϊδάκι από τον Χενγκ για να μην τον ενοχλεί η μυρωδιά και ξεκίνησε τις δουλειές. Ο Χενγκ πήγε πάλι για ύπνο σαν ένα ρολόι που έχει ξεκουρδιστεί.
Στις επτά πάρα τέταρτο, η Γουάν έβγαλε τα κομμένα λαχανικά από το νερό για να στραγγίξουν, έβαλε την αναμμένη φωτιά σε ένα κουβά που ψήνουν πάνω σε ένα τσιμεντένιο τούβλο στο τραπέζι και πρόσθεσε λίγα κάρβουνα. Σήμερα θα φάνε το αγαπημένο των παιδιών· ψητό χοιρινό.