ορίζοντες της.
Αγάπησε τον Χενγκ Λι με τον δικό της τρόπο, αν κι η ερωτική επιθυμία καταλάγιασε γρήγορα στη σύντομη ερωτική ζωή τους και τώρα ήταν περισσότερο συνέταιρος παρά σύζυγος στην οικογενειακή επιχείρηση, αφοσιωμένη στην επιβίωση αυτών και των δύο παιδιών τους.
Η Γουάν δεν έψαξε ποτέ εραστή, αν κι είχε προτάσεις πριν και μετά τον γάμο της. Τότε, είχε εξοργιστεί, αλλά τώρα αναπολεί αυτές τις στιγμές με τρυφερότητα. Ο Λι ήταν ο πρώτος της κι ο μοναδικός, και σίγουρα θα είναι ο τελευταίος της, αλλά δεν το μετανιώνει.
Όνειρό της είναι να δει και να φροντίσει τα εγγόνια που τα παιδιά της σίγουρα θα θέλουν με το πλήρωμα του χρόνου, παρόλο που δεν ήθελε, ειδικά η κόρη της, να βιαστεί να παντρευτεί όπως αυτή. Ήξερε ότι τα παιδιά της θα έκαναν σύντομα παιδιά, αν μπορούσαν, επειδή ήταν ο μόνος τρόπος να έχουν οικονομική ασφάλεια σε μεγάλη ηλικία και την ευκαιρία να διαμορφώσουν την οικογενειακή φήμη.
Η κυρία Λι ενδιαφερόταν για την οικογένεια, την υπόληψη και την τιμή, αλλά δεν χρειαζόταν άλλα υλικά αγαθά. Είχε μάθει χωρίς αυτά εδώ και αρκετό καιρό που δεν την ένοιαζε πλέον.
Είχε ήδη κινητό τηλέφωνο και τηλεόραση, αλλά το σήμα δεν ήταν καλό και δεν μπορούσε να κάνει κάτι παρά να περιμένει την κυβέρνηση να αναβαθμίσει το τοπικό δίκτυο, που σίγουρα θα συμβεί μία μέρα, αν όχι σύντομα. Δεν ήθελε αμάξι επειδή δεν ήθελε να πάει πουθενά κι εξάλλου, οι δρόμοι δεν ήταν πολύ καλοί.
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο αυτό, τα άτομα της ηλικίας και της θέσης της πίστευαν ότι το αμάξι είναι άπιαστο όνειρο κι έπαψαν να το επιθυμούν εδώ και δεκαετίες. Με άλλα λόγια, ήταν ικανοποιημένη με το ποδήλατο και το παλιό μηχανάκι που ήταν τα μέσα μεταφοράς της οικογένειας.
Δεν ποθούσε ούτε χρυσό ούτε μοντέρνα ρούχα πια, καθώς το μεγάλωμα δύο παιδιών με τον μισθό ενός αγρότη το κατέστη αδύνατο χρόνια πριν. Εκτός απ' όλα αυτά, η κυρία Λι ήταν μία χαρούμενη γυναίκα που αγαπούσε την οικογένειά της κι ήθελε να μείνει εκεί πού είναι κι όπως είναι, μέχρι να την καλέσει ο Βούδας να πάει στο σπίτι.
Ο κύριος Λι έβλεπε τη γυναίκα του να πηγαίνει προς αυτόν, έφτιαχνε το σαρόνγκ της, αλλά εξωτερικά, υπέθεσε, κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν θα ρωτούσε ποτέ. Κάθισε στην άκρη του τραπεζιού και στριφογύρισε τα πόδια της για να κάτσει σαν γοργόνα σε δανέζικο βράχο.
«Τι είπε η γριά καρακάξα;»
«Έλα, Μαντ, δεν είναι τόσο κακή! Εντάξει, εσείς οι δύο ποτέ δεν τα πηγαίνατε καλά, αλλά μερικές φορές έτσι γίνεται, σωστά; Ποτέ δεν λέει κακή κουβέντα για σένα και πριν μισή ώρα ρωτούσε για την υγεία των παιδιών και τη δική σου».
«Πόσο χαζός είσαι μερικές φορές, Χενγκ. Μιλά για μένα και σε μένα με ωραία λόγια όταν υπάρχουν άνθρωποι γύρω, αλλά όποτε είμαστε μόνες μας, μου συμπεριφέρεται σαν σκουπίδι και πάντα το έκανε. Με μισεί, αλλά είναι πολύ ύπουλη για να σε αφήσει να το δεις αυτό, διότι ξέρει ότι θα πάρεις το μέρος μου κι όχι το δικό της. Εσείς οι άντρες πιστεύετε ότι είστε σοφοί, αλλά δεν ξέρετε τι γίνεται κάτω από τη μύτη σας.
Με έχει κατηγορήσει για πολλά πράγματα με την πάροδο των χρόνων: για