για να τον καταστήσουν ανάπηρο πάνω που ήταν αρκετά υγιής για να βγει από το νοσοκομείο. Χτυπήθηκε στο πάνω μέρος του αριστερού ποδιού από το μεγαλύτερο κομμάτι, αλλά μερικά μικρότερα κομμάτια διαπέρασαν των θώρακά του, που υποθέτει ότι είναι ο λόγος της δυσφορίας του. Υπήρχε, επίσης, η φήμη ότι πυροβολήθηκε.
Επέστρεψε κουτσαίνοντας και με αρκετή αποζημίωση να αγοράσει μία μικρή φάρμα, αλλά αφού το πόδι του δεν ήταν καλά, αγόρασε τη φάρμα κι ένα κοπάδι κατσίκες που της έτρεφε και πουλούσε. Μέσα σε έναν χρόνο από την επιστροφή του, το πόδι του ήταν καλύτερα από ποτέ και παντρεύτηκε μία όμορφη ντόπια κοπέλα που ήξερε και του άρεσε σε όλη του τη ζωή. Καταγόταν από αγρότες και ζούσαν μία ευτυχισμένη, αλλά φτωχική ζωή.
Κάθε μέρα, εκτός της Κυριακής, ο κύριος Λι πήγαινε το κοπάδι του στα υψίπεδα για να βοσκήσει, και το καλοκαίρι, θα έμενε συχνά τη νύχτα σε έναν από τους καταυλισμούς που είχε από εδώ κι από εκεί κι έμαθε να φτιάχνει στον στρατό. Αναπόλησε εκείνες τις εποχές με νοσταλγία, χαρούμενες μέρες, αν και δεν θα τις αποκαλούσε έτσι τότε.
Δεν υπήρχαν πια αρπακτικά στα βουνά, εκτός των ανθρώπων, επειδή όλες οι τίγρεις είχαν σκοτωθεί καιρό πριν για να χρησιμοποιηθούν στην κινεζική φαρμακοβιομηχανία. Ο κύριος Λι είχε ανάμεικτα συναισθήματα γι' αυτό. Από τη μία, ήξερε ότι ήταν ντροπή, αλλά από την άλλη δεν είχε διάθεση να υπερασπιστεί τις κατσίκες του από τις περιπλανώμενες τίγρεις το βράδυ. Όταν αρρώστησε πριν περίπου μία εβδομάδα, ήταν γιδοβοσκός για περίπου τριάντα έτη, οπότε ήξερε τα βουνά τόσο καλά όσο κι οι άνθρωποι τα τοπικά πάρκα τους.
Ήξερε ποιες περιοχές να αποφύγει εξαιτίας των ναρκών και της στρυχνίνης που έριξαν οι Αμερικανοί τη δεκαετία του '70 κι ήξερε ποιες περιοχές είχαν εκκαθαριστεί, αν κι οι ναρκοσυλλέκτες είχαν ξεχάσει κάνα δυο καθώς ανακαλύφτηκε μία από τις κατσίκες τους μόλις πριν έναν μήνα. Ήταν ντροπή, αν και το νεκρό σώμα της δεν πήγε χαμένο και πέθανε γρήγορα καθώς μία πέτρα που ξεκόλλησε απασφάλισε μία νάρκη που τινάχτηκε στον αέρα και της έκοψε το κεφάλι.
Ήταν πολύ μακριά για να κουβαλήσει το κουφάρι της σπίτι, οπότε ο κύριος Λι πέρασε μερικές μέρες στα βουνά πέφτοντας με τα μούτρα στο φαγητό ενώ η οικογένειά του πίσω στη φάρμα ανησυχούσε πολύ γι' αυτόν.
Ο κύριος Λι ήταν ένας ικανοποιημένος άντρας. Απολάμβανε τη ζωή του και την εξωτερική ζωή κι είχε συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι δεν θα γινόταν ποτέ πλούσιος και δεν θα πήγαινε ξανά στο εξωτερικό.Γι' αυτόν τον λόγο, η σύζυγός του κι αυτός ήταν χαρούμενοι που είχαν μόνο δύο παιδιά. Τα αγαπούσε και τα δύο εξίσου και ήθελε το καλύτερο και για τα δύο, αλλά χαιρόταν επίσης που τελείωσαν το σχολείο και μπορούσαν να δουλεύουν πλήρως στη φάρμα, όπου η γυναίκα του καλλιεργούσε βότανα, λαχανικά κι είχε τρία γουρούνια και μερικές ντουζίνες κοτόπουλα.
Ο κύριος Λι σκεφτόταν πόσο θα μπορούσε να επεκτείνει τη φάρμα του με επιπλέον βοήθεια. Ίσως να μπορούσαν να έχουν ακόμα μία ντουζίνα κοτόπουλα, λίγα παραπάνω γουρούνια κι ένα χωράφι με καλαμπόκια.
Ξύπνησε