ανέκδοτον της παιδικής ηλικίας του Σωτήρος. Και είνε το ανέκδοτον τούτο η μόνη φωτεινή πληροφορία, ήτις χορηγείται εις ημάς περί του Χριστού ως παιδίου μετά την άφιξίν του εις Ναζαρέτ.
Οι Ιουδαίοι διήρουν την παιδικήν ηλικίαν και την νεανικήν ηλικίαν εις οκτώ στάδια: του νηπίου (γιελέδ)· του θηλάζοντος (γιονέκ)· του θηλάζοντος μεν ακόμη, αλλά μεγαλειτέρου την ηλικίαν (ολέλ)· του απογαλακτισμένου παιδίου. (γκαμούλ)· του παιδίου, όπερ δεν αποχωρίζεται ακόμη της μητρός του (ταφ)· του παιδίου του μάλλον ανεπτυγμένου (ουλέμ)· του αυξάνοντος (ναάρ)· του ωρίμου (βραχούρ). Τα Ευαγγέλια μας χορηγούν πληροφορίας διά τον Ιησούν όταν ήτο νήπιον, όταν απεγαλακτίσθη και όταν ήτο παιδίον.
Το δωδέκατον έτος της ηλικίας ήτο κρίσιμον διά τα παιδία των Εβραίων. Ήτο η ηλικία καθ' ην, συμφώνως προς τας Εβραϊκάς παραδόσεις, ο Μωυσής είχε καταλίπει τον οίκον της θυγατρός του Φαραώ· και ο Σαμουήλ είχεν ακούσει την φωνήν ήτις εκάλεσεν αυτόν εις το προφητικόν έργον· και ο Σολομών εξήνεγκε την κρίσιν, διά της οποίας απεκαλύφθη το πρώτον η σοφία του· και ο Ιωσίας ωνειρεύθη την μεγάλην αναμόρφωσίν του. Εις την ηλικίαν αυτήν, έν παιδίον οιασδήποτε κοινωνικής τάξεως ηναγκάζετο τη διαταγή των Ραββί και συμφώνως προς τα έθιμα της χώρας να εκμάθη έν επάγγελμα προς πορισμόν του ιδίου άρτου. Και μάλιστα τόσον πολύ εχειραφετείτο από την πατρικήν εξουσίαν, ώστε οι γονείς του δεν ηδύναντο πλέον να το πωλήσουν ως δούλον. Μετά έν έτος καθίστατο «μπεν-χατ-τοράχ», ή «Υιός του Νόμου». Μέχρι συμπληρώσεως του δεκάτου τρίτου έτους εκαλείτο «κατόν», ή «μικρός». Ύστερον εγίνετο «γκατόλ» ή «ανεπτυγμένος» και εθεωρείτο μάλλον ανήρ· μετά το στάδιον τούτο ήρχιζε να φέρη «τεφιλλίν» ή «φυλακτήρια» και παρουσιάζετο μίαν ημέραν του Σαββάτου υπό του πατρός του εις την Συναγωγήν, ήτις ωνομάζετο διά τούτο «σαββάθ τεφιλλίν». Περιπλέον, κατά τινα ραββανικήν πραγματείαν, το «Σεφέρ Γιλγουλίμ», το μέχρι της ηλικίας ταύτης παιδίον κατείχε μόνον το «νεφέχ», τουτέστι την ζωήν του ζώου· αλλ' από τούδε και εις το εξής ήρχιζε ν' αποκτά το «ρουάχ», ήτοι το πνεύμα, όπερ, αν ήτο ενάρετος ο βίος του, ανεπτύσσετο κατά το εικοστόν έτος της ηλικίας εις «νισάμα», ήτοι ψυχήν ορθοφρονούσαν.
Η περίοδος αύτη επίσης, – η συμπλήρωσις του δωδεκάτου έτους, – εσημείονε μιαν οριστικήν εποχήν εις την ανατροφήν ενός εβραιόπαιδος. Κατά τον Ιούδαν Βεν Τέμαν, εις ηλικίαν πέντε ετών ώφειλε να μελετήση τας Γραφάς, εις ηλικίαν δέκα το «Μισνά», ήτοι την συλλογήν των Ιουδαϊκών νόμων και των αποφάσεων των ραββίνων, και εις ηλικίαν δεκατριών ετών το Ταλμούδ· κατά το δέκατον όγδοον έτος ώφειλε να νυμφευθή, κατά το εικοστόν ν' αποκτήση πλούτη, το τριακοστόν δύναμιν και ρώμην, το τεσσαρακοστόν φρόνησιν και ούτω καθεξής μέχρι θανάτου. Δεν πρέπει δε να λησμονώμεν σχετικώς προς ταύτα, ότι η εβραϊκή φυλή, και μάλιστα γενικώς όλοι οι Ανατολίται αναπτύσσονται πρωιμώτερον ημών και ότι παιδία δωδεκαετή (όπως μας πληροφορεί ο Ιώσηπος) ηδύναντο να μάχωνται εις τον πόλεμον και εμάχοντο, ότι δε προς μεγάλην βλάβην της φυλής, η συμπλήρωσις του δωδεκάτου έτους θεωρείται ως ηλικία γάμου μεταξύ